4.4.11

ό,τι πρέπει!




Νύχτα Σαββάτου.
Μόλις έχεις μπει σ’ ένα κατάμεστο ροκάδικο μπαράκι στο Γκάζι και ψάχνεις να δεις που βρίσκεται ο τύπος που γνώρισες προσφάτως, με τον οποίο έχεις (το πρώτο επίσημο) ραντεβού.
Ο νέος είναι λίγο πιο νέος απ’ όσο ίσως θα ’πρεπε, αλλά αυτό συγχωρείται μιας και επίσης είναι έξυπνος, πνευματώδης, ετοιμόλογος, επαρκώς καλλιεργημένος και εμφανισιακά όχι τέρας. 
Μια χαρά, δηλαδή.

Τον εντοπίζεις, τον πλησιάζεις, χαμογελάς και παρατηρείς ότι σου χαμογελάνε... δύο. Ναι, σωστά κατάλαβες. Είχε τη λαμπρή ιδέα να κουβαλήσει μαζί κι ένα φίλο του. Παραγγέλνεις το ποτό σου, κομπιάζοντας κάπως καθώς λες στον barman «μία absolute σόδα», γιατί ταυτόχρονα σκέφτεσαι πόσο βλάκας τέλος πάντων μπορεί να είναι ένας άντρας κι έπειτα επιχειρείς να κουβεντιάσεις με την παρέα σου μέσα στη χλαπαταγή. Μ’ αυτόν που είχες ραντεβού κουτσά-στραβά συνεννοείσαι. Με τον άλλο όμως δεν καταλαβαίνεις γρι. Ξαναρωτάς αυτό που θες σχεδόν ακουμπώντας το αυτί του, λαμβάνεις όμως πάλι την ίδια συγκεχυμένη απάντηση: «άι... ντέρεκ...  τζέρμανι... ίνγκλις;».

Πάνω που σκέφτεσαι πως άκρη δε θα βγει κι ετοιμάζεσαι να ζητήσεις τη διαμεσολάβηση του άλλου, θεωρώντας πως το παλικάρι είναι τουλάχιστον μεθυσμένο (έτσι κι αλλιώς, αυτό το βλέμμα μόνο ξενέρωτο άνθρωπο δε θυμίζει), ο υποψήφιος «γαμπρός» επεμβαίνει χαρωπός-χαρωπός και εξηγεί πως ο φίλος του είναι Γερμανός, πως τον λένε Derek και πως για να μιλήσεις μαζί του θα πρέπει να ξεσκονίσεις τα αγγλικά σου.

Η βραδιά προχωράει, η βότκα στο μαγαζί είναι καθαρή και ρέει άφθονη, η μουσική είναι του γούστου σου, το ίδιο και ο κύριος απέναντί σου. Όχι αυτός που περίμενες να βρεις, ο άλλος, ο αναπάντεχος. Ο ψηλός ντε, με τα μπράτσα, τα διάφανα μάτια κι αυτό το ακαθόριστο ύφος μεταξύ ευφορίας και λιποθυμίας.

Στο ενδιάμεσο, έχεις φροντίσει να μάθεις τα βασικά. Δηλαδή, ηλικία, ιδιότητα, πόσο θα μείνει στην Ελλάδα, πόσες ώρες είναι η πτήση μέχρι Γερμανία και βέβαια αν είναι μόνος στη ζωή. Έχουμε και λέμε λοιπόν: τριάντα επτά ετών, επαγγελματίας drummer, θα μείνει στην Αθήνα άλλες τρεις μέρες, από την πόρτα σου στη δική του είναι μετρημένες εφτά ώρες με το ταξί μαζί και ναι, υπάρχει Θεός! ο τύπος είναι αδέσμευτος.

Την τρίτη φορά που το προγραμματισμένο ραντεβού σου επισκέπτεται το μπάνιο (ε, βλέπεις, οι μπύρες τα ’χουν αυτά...) εσύ βυθίζεσαι σε περισυλλογή. Απ’ τη μία λες «με drummer δεν τα ’χα ούτε στα νιάτα μου, μ’ άλλα λόγια... δεν έχει τι να βάλει η γριά στο καρναβάλι!», απ’ την άλλη εύχεσαι εις υγείαν καταπίνοντας με μιας το σφηνάκι που μόλις σου πρόσφερε ο Derek. Βρε τον Derek!

Και σε ρωτάω: τι κάνεις; Ο άλλος είναι στην τουαλέτα. Τούτος δεν είναι ό,τι να ’ναι, είναι ό,τι πρέπει. Κι έχεις να κάνεις sex από τότε που λειτουργούσαν ακόμα στην Ελλάδα τα μαντεία. Και τρία εικοσιτετράωρα είναι σύνολο εβδομήντα δύο ώρες. Και μ' αυτά που υπολογίζεις πως πίνει αυτός, στο ημίφως τις δικές σου τις ατέλειες δε θα τις δει και πάμε και στοίχημα. 
Τι κάνεις; Για πες.