31.1.11

Leon & Mathilda

Για να προλογίσω το video που ακολουθεί, θα σας θυμίσω μια πολύ γνωστή, όσο και παράξενη ιστορία αγάπης.

Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, ήταν η Ματθίλδη, μια όμορφη δωδεκάχρονη που είχε μόλις παρατήσει το σχολείο κι επιπλέον κάπνιζε αρειμανίως!
Πριν βιαστείτε να την κρίνετε αυστηρά, να παρατηρήσω πως η μικρή Ματθίλδη δε ζούσε και με τους πλέον κατάλληλους γονείς...
Η Ματθίλδη γνώρισε το μεσόκοπο Λεόν τυχαία, όπως τυχαία γνωρίζει συνήθως κανείς τους ανθρώπους που είναι γραφτό να σημαδέψουν τη ζωή του. Έμεναν, βλέπετε, σε διπλανά διαμερίσματα στην ίδια πολυκατοικία και πρωτοσυναντήθηκαν στις σκάλες.
Αυτά συνέβησαν προς τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, σε μια κακόφημη τότε γειτονιά του Μανχάταν που λέγεται μικρή Ιταλία.
Και, βέβαια, μπορεί σήμερα η μικρή Ιταλία να φιλοξενεί μόνο πολυτελή εμπορικά καταστήματα και πανάκριβα εστιατόρια, ονομάστηκε όμως έτσι γιατί μέχρι και την εποχή της ιστορίας μας ζούσαν σ’ αυτήν, κατά βάση, Ιταλοί.
Και κάποιοι εξ’ αυτών ήταν, ασφαλώς, ανακατεμένοι με τη μαφία.
Ο Leone Montana ήταν ένας απ’ αυτούς.
Κέρδιζε τον επιούσιο απασχολούμενος ως εκτελεστής.
Χμ, το ’πα έτσι συμμαζεμένα και το προσπεράσατε μου φαίνεται.
Πληρωμένος δολοφόνος ήταν ο Leon. Φονιάς επί χρήμασι.
Αν όμως παραβλέψουμε τα αναρίθμητα όπλα που υπήρχαν διάσπαρτα στο διαμέρισμά του, ο Leon ήταν ένας πολύ ήσυχος άνθρωπος.
Εντελώς μοναχικός και αρκετά ιδιόρρυθμος, βέβαια.
Περνούσε τον άφθονο ελεύθερο χρόνο του κλεισμένος στο διαμέρισμά του, όπου έβλεπε μιούζικαλ (λάτρευε τον Gene Kelly), γυμναζόταν σκληρά και φρόντιζε σχολαστικά το ένα και μοναδικό φυτό του.
Σχέσεις με ανθρώπους δεν είχε. Προφανώς δεν τις άντεχε.
Η ιστορία του με την Ματθίλδη δε θα είχε ξεκινήσει αν μια ωραία πρωία δεν είχαν εισβάλλει εκτελεστές στην πολυκατοικία, οι οποίοι σκότωσαν εν ψυχρώ τους γονείς της πιτσιρίκας.
Μη σας παραξενέψει αυτό, ο πατέρας της μικρής ήταν έμπορος ναρκωτικών, πολύ άσχημα μπλεγμένος στα κυκλώματα του είδους.
Την ώρα του φονικού η Ματθίλδη επέστρεφε από ένα θέλημα που την είχαν στείλει. Εύστροφη κοπελίτσα καθώς ήταν και μιας και παιζόταν εκείνη τη στιγμή η ζωή της, κατάφερε να διατηρήσει την ψυχραιμία της, να προσπεράσει έντρομη το πτώμα της μητέρας της που φαινόταν απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα του διαμερίσματός της, να προσπεράσει τους φονιάδες και -βουτηγμένη στα δάκρυα - να χτυπήσει το κουδούνι του παράξενου γείτονά της, ευχόμενη εκείνος να ανοίξει και να τη σώσει.
O Leon που είχε παρακολουθήσει το μακελειό απ’ το ματάκι της πόρτας του, ανταποκρίθηκε στο απεγνωσμένο κάλεσμα της Ματθίλδης για βοήθεια.
Και μάλιστα, ανταποκρίθηκε μ’ ένα τρόπο απροσδόκητα ουσιαστικό!
Περιμάζεψε το άμοιρο κοριτσάκι, το παρηγόρησε, το φρόντισε και το κράτησε κοντά του.
Κάπως έτσι, μέσα στις πλέον αντίξοες συνθήκες, γεννήθηκε μια αγνή, δυνατή αγάπη.
Η Ματθίλδη δίπλα στον Λεόν έμαθε βέβαια να χειρίζεται τα όπλα του, επίσης όμως έμαθε τι σημαίνει ασφάλεια, στοργή, αφοσίωση, ανιδιοτέλεια, εμπιστοσύνη, συντροφικότητα, αυτά κι άλλα πολλά.
Και ο Λεόν, χάρις στη μικρή του προστατευόμενη, ανακάλυψε στην ψυχή του θησαυρούς.
Δυστυχώς, ο Leon και η Mathilda δεν έμελλε να ζήσουν για καιρό μαζί.
Εκείνος είχε πολύ άσχημο τέλος!
Κι εκείνη συνέχισε τη ζωή της με όσα εφόδια πρόλαβε ο Leon να της δώσει.
Αν όμως είχαν ζήσει μαζί, είναι σίγουρο πως θα είχαν ζήσει καλά.
Αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.