17.1.13

μούτρο, κολορίστα!



Θέμα ανωριμότητας θα είναι ασφαλώς, που δε μπορώ εύκολα να κρίνω τα έργα οποιουδήποτε ξέχωρα απ’ τη φάτσα του. Αν δηλαδή η φυσιογνωμία του (ή της) δημιουργού δε μου κάνει, δυσκολεύομαι πολύ να δεχτώ τα γεννήματά του. Γι αυτό κι αν τύχει να θαυμάσω δουλειά κάποιου που δεν ξέρω πως είναι το μούτρο του, δεν επιδιώκω εν συνεχεία και να το μάθω, εκτός κι υπάρχει συγκεκριμένος λόγος. 

Κι άμα λέω "το μούτρο", εννοώ προφανώς όχι μόνο τα μούτρο, αλλά την εικόνα γενικώς. Το σουλούπι, την κίνηση, την έκφραση, τη χροιά της φωνής, την εκφορά του Λόγου, τη δομή της σκέψης, το ποιος είναι στ' αλήθεια ο άλλος, την ψυχή του βρε αδερφέ. Δυστυχώς για μένα, αυτό σε μένα ισχύει και αντίστροφα, αλλά προς το παρόν ας αφήσουμε στην άκρη αυτή τη λεπτομέρεια.

Πριν χρόνια θυμάμαι μιλούσα με μια νέα ιστορικό Τέχνης για τον εικονιζόμενο, τον Παναγιώτη Τέτση. Η κοπελιά, γόνος πλούσιας οικογένειας διανοούμενων, έλεγε για τη ζωγραφική του καταξιωμένου εικαστικού, ούτε λίγο ούτε πολύ... τα χειρότερα! Εμένα αντίθετα, οι απόπειρές του μου ήταν πάντα συμπαθείς. 

Κι η σφοδρή κριτική που δέχθηκε τη μέρα εκείνη εν αγνοία του ο Τέτσης, νομίζω πως δεν οφείλεται και τόσο στη βαθιά θεωρητική γνώση της "εχθρού" του, όσο στον δικό της καταναγκασμό από τους γονείς της, να σπουδάσει θεωρία Τέχνης και όχι Τέχνη, όπως η ίδια ήθελε. Για λόγους πρεστίζ φυσικά η εν λόγω γονική επιμονή.

Η τότε έφηβη είναι προφανές πως πληγώθηκε βαθιά απ' την αντιμετώπιση των γονιών της. Τι πιο ακυρωτικό για ένα παιδί από δύο γονείς που το αποτρέπουν επιμόνως απ' αυτό που αγαπά; Τι τρομερό για μια κοπελίτσα να της επαναλαμβάνουν πως θα είναι αδύνατον να αποκτήσει το (πολυπόθητο σ' αυτούς τους κύκλους) κύρος μέσω της Τέχνης και ως εκ τούτου, πως οφείλει προκειμένου να ζήσει μια καθώς πρέπει ζωή, προκειμένου με μια κουβέντα να διατηρήσει τη ματαιοδοξία της οικογένειας στα θεμιτά επίπεδα, να στραφεί στην επιστήμη. 

Και μάλιστα, σε μια απ 'τις πιο άσκοπες μορφές της επιστήμης, στην προσπάθεια της λογικής να επιβληθεί στη μαγεία της δημιουργίας. Η θεωρία της Τέχνης, για μένα -ό,τι κι αν λένε οι σπουδαίοι αυτής της γης- είναι όχι μόνο ανώφελη, αλλά συνήθως και επιζήμια. Φτιάχνει ανθρώπους πικραμένους. Φτιάχνει μήπως κάτι άλλο; Αναρωτιέμαι, ποιος βλάκας είπε πρώτος πως το ζύγι "καλό-κακό" αναλογεί ακόμα και στην Τέχνη...

Η Τέχνη είναι φύσει αναρχική, τους μπάτσους πάσης φύσεως και τους δικαστές, ούτε τους γουστάρει, ούτε και τους ανέχεται. Κι όσο κι αν ένα κοριτσάκι με κλίση στη ζωγραφική, είναι λογικό στα δεκαοκτώ του να αποζητά την "προστασία" ενός έγκυρου σχολείου Τέχνης, οι γονείς που απορρίπτουν την επιλογή αυτή, απλώς εγκληματούν. 

Η άρνησή τους καταπατάει πανταχόθεν την ελευθερία του παιδιού, η απιστία τους ως προς τις ικανότητές του, το τραυματίζει ανεπανόρθωτα κι επιπλέον, το στρέφει συνειδητά προς κάτι ολότελα μάταιο. Αυτή λοιπόν η αναπαραγωγή της ματαιοδοξίας της πατρικής εστίας, κρίνω πως έχει κακουργηματικό χαρακτήρα! Ναι, τόσο άσχημα! Γιατί σκοτώνει μέσα στην εφηβική ψυχή ό,τι πιο όμορφο υπάρχει.

Δεν είμαι υπέρ των σχολείων που διδάσκουν Τέχνη, αν αυτό έχω αφήσει να εννοηθεί. Νεότερη, έχω κάνει βέβαια ένα πέρασμα κι από ένα τέτοιο κολλέγιο, αλλά μεγαλώνοντας κατάλαβα πως δεν υπάρχει λόγος κανείς να φοβάται την Τέχνη και άρα να συναινεί στο να τη μπουντρουμιάζουν μέσα σε ιδρύματα. 

Η Τέχνη δε χαμπαριάζει από τίτλους σπουδών, ακριβά εκπαιδευτήρια κι όλα τα συμπαρομαρτούντα. Ούτε καν στη γνώμη των υπολοίπων δε δίνει σημασία. Είναι τρομερά σνομπ η ίδια, αλλά αν θες να τα πας καλά μαζί της, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να την αρπάξεις απ' τα μαλλιά και να τη σύρεις χάμω. Χωρίς φόβο και με πολύ πάθος! 

Η Τέχνη, λέω εγώ, δεν είναι κυρία. Απλώς πολλοί αρέσκονται να τη συστήνουν ως κυρία. Κι αυτοί, δική τους δε θα την κάνουνε ποτέ. Θα της ανοίγουν τις πόρτες να περνάει μόνο και να τους προσπερνάει. Εγώ τα λέω αυτά. Λέω επίσης πως πρέπει να λερωθείς με την Τέχνη. Να την κυλίσεις στα πιο βρώμικα λημέρια της ψυχής σου. Να κουτρουβαλιαστείτε παρέα και τα νύχια σου να 'ναι μπηγμένα στη σάρκα της. Να ματώσεις απ' το αίμα της. Να σε χάσουν οι πολλοί, γιατί εσύ θα 'σαι για καιρό μόνο μαζί της, στα πιο πηχτά σκοτάδια του εαυτού σου. 

Άρα, αν τα φοβάσαι αυτά τα πράγματα, μάλλον η Τέχνη δεν είναι για σένα. Δεν υπάρχει όμως λόγος να απογοητευτείς. Υπάρχει πάντα το υποκατάστατό της, αυτό που πάν' και το σπουδάζουν άνθρωποι φοβισμένοι και που πολύ το επαινούν τα πλήθη των φοβισμένων γύρω-γύρω. 

Γιατί, αν θες να σου πω όλη την αλήθεια, όπως τη σκέφτομαι... θες να κάνεις Τέχνη; Ε, κάνε Τέχνη! Είναι εσύ κι αυτή. Τώρα αμέσως. Εδώ. Απ' αυτή τη στιγμή. Και θα κοπιάσεις πολύ. Αλλά ούτε σχολεία σου χρειάζονται, ούτε δάσκαλοι, ούτε κανείς. Μέσα σου είναι η Τέχνη. Αυτοί που πάνε να τη βρουν στα εκπαιδευτήρια, δεν ψάχνουνε την Τέχνη, άλλο πράμα ψάχνουν. Άσ’ τους αυτούς.   

Τώρα, τι κάθομαι και γράφω μες στη νύχτα... Βασικά, τα θυμήθηκα αυτά γιατί το Σάββατο το πρωί συναντήθηκα με μια φίλη μου ζωγράφο στην εθνική πινακοθήκη. Πήγαμε μαζί με τον άντρα της, που είναι αρχιτέκτονας, να δώσουμε το βάπτισμα του πυρός στον τεσσάρων μηνών γιο τους. Εγώ πολύ χάρηκα που έτυχα στην περίσταση. Απολαμβάνω αφάνταστα να παρίσταμαι όταν ένας νέος παίρνει το χρίσμα. Κι ετούτος ο ακόμα άγουρος υιός, αντίκρυ στους πίνακες, μας χάρισε πράγματι μοναδικές γκριμάτσες...

Παρότι ο πιτσιρικάς είχε προφανώς την προσοχή και των τριών μας, κάποια ώρα, η συζήτηση επικεντρώθηκε στα εκθέματα. "Ρε 'συ, τι μαλακίες είναι αυτές;", είπα στη φίλη μου, όχι ιδιαίτερα χαμηλόφωνα κι ενώ περίμενα πως όλο και κάποιος θα πετιόταν να με κακοχαρακτηρίσει ή τέλος πάντων να εναντιωθεί στη δήλωσή μου, το μόνο που συνέβη, ήταν ο ευτυχής μπαμπάς να πει με αντίστοιχη απογοήτευση: "και από τον αύξοντα αριθμό κάθε έργου, μπορείς να καταλάβεις πόσα ακόμα έργα έχουν στις αποθήκες...". 

Η λυπηρή αλήθεια είναι πως προχθές ήμασταν μια ευδιάθετη παρέα, όχι άσχετων με την Τέχνη ανθρώπων και δυστυχώς συμφωνήσαμε και οι τρεις πως μέσα στην εθνική μας πινακοθήκη... βλέπαμε αηδίες! Με εξαίρεση βεβαίως μερικούς αξιόλογους πίνακες, για παράδειγμα το ευφάνταστο γυμνό της Χαρίκλειας Χατζησάββα-Φωτίου ή τον αφηρημένα εξπρεσιονιστικό πράσινο καμβά του Θεόδωρου Στάμου, δε χαρήκαμε την έκθεση με τα χαρισμένα στην πινακοθήκη έργα από τους ίδιους τους καλλιτέχνες. 

Ευτυχώς δηλαδή που στην είσοδο στεκόταν πανηγυρικά η τεράστια "λαϊκή αγορά" του Τέτση, με τις φιγούρες σε φυσικό μέγεθος και με 'κείνα τα δικά του, τα επιδέξια χρώματα που πιο κατάλληλα δε θα μπορούσαν να 'ναι. Ο Τέτσης είναι μάστορας του χρώματος! 

Κοιτάς το τελάρο που 'χει ζωγραφίσει αυτός και νιώθεις στον ουρανίσκο ξινίλα από ροδάκινο. Τη βλέπεις ολοζώντανη, εκεί δα μπροστά σου τη λαϊκή με τις αδρές γραμμές, και με τα μοναδικά χρώματά της ο νου σου πλημμυρίζει από εικόνες. Δεν είσαι πια στην πινακοθήκη, είσαι έξω στην πόλη και δεν κάνει κρύο γιατί είναι καλοκαίρι και κοιτάς τα τελάρα αυτά και νιώθεις πράγματα που τέλος πάντων δεν μπορούν να ειπωθούν. 

Τα χρώματα του Τέτση εμάς μας ταξίδεψαν και τους τέσσερις. Ποιος νοιάζεται άρα, άμα είναι εμπορικός ή τι άλλο βγαίνουν οι και καλά ψαγμένοι και λένε για τον δάσκαλο; Επίσης, προχθές γυρνώντας απ' την πινακοθήκη, σκεφτόμουν και νομίζω πως βρήκα επιτέλους τη ρίζα της αντιπάθειας εκείνης της θεωρητικού για τη δουλειά του Τέτση. 

Το έργο του είναι αυτό που οι Άγγλοι λένε "neat", δηλαδή συμμαζεμένο, συγυρισμένο, κόσμιο, ή αλλιώς "καθώς πρέπει". Εκφράζει δηλαδή τη στάση ζωής των γονιών της, τις δικές τους ιδέες, οι οποίες της στέρησαν τον έρωτα της, την Τέχνη και την καταδίκασαν σ' ένα συμφέρον προξενιό με την επιστήμη. Με τον εαυτό της ήταν αυτή η νέα γυναίκα θυμωμένη, όχι με τα πινέλα του ζωγράφου. Για τα πινέλα που ποτέ δεν έπιασε η ίδια είχε οργή. Για την επανάσταση που δεν έκανε όταν έπρεπε. 

Πλέον, είναι παντρεμένη με παιδιά. Παρ' όλα αυτά, εύχομαι μια μέρα να κάνει την επανάστασή της. Αναδρομικά. Γιατί, αλίμονο στην ψυχή που εγκαταλείπει κάποτε το σώμα, με το παράπονο πως δεν έκανε ποτέ αυτό που πάντα ήθελε.