Σ' αυτή τη
φωτογραφία απεικονίζεται η σύνοψη του βασανιστηρίου στο οποίο υπέβαλλα πριν
λίγα χρόνια έναν αθώο χρωματοπώλη. Ουσιαστικά, ήθελα ένα πλαστικό χρώμα, να
βάψω ένα δωμάτιο. Και θυμάμαι σαν τώρα πως τον είχα τρελάνει τον ανυποψίαστο
έμπορο! Καλά, έχω τρελάνει πολύ κόσμο εγώ, δε μου βρίσκονται όμως όλα τα τεκμήρια.
Φαντάζομαι όσα μου λείπουν τα κρατάει στο συρτάρι του ο Άγιος Πέτρος, σε
περίπτωση που φθάνοντας ζητήσω τραπέζι στον κήπο.
Εκείνο το
απόγευμα, περίπου τέτοια εποχή, ζήτησα στο «θύμα» μια απόχρωση απαστράπτοντος
καθηλωτικού βυζαντινού χρυσού κι αυτός έκανε, όπως φαίνεται, μερικές απόπειρες
στον μίκτη, για να με ευχαριστήσει, χωρίς παρ’ όλα αυτά να τα καταφέρει. Μετά
άλλαξα ξαφνικά τροπάριο. Το θυμάμαι πολύ καθαρά.
Πλέον ήθελα να μου βγάλει ένα νωπό αλλά ματ νωπό κρεατί, αυτό του καυκάσιου δέρματος στις αρχές του καλοκαιριού. Στο τέλος βέβαια
πήρα κάτι σε κρεατί, αφού όμως το δεύτερο κουβαδάκι μπογιάς (το άλλο, της
αγιογραφίας, δε θυμάμαι τι απέγινε) μπήκε και βγήκε στον αναδευτήρα εφτά φορές,
πότε με μερικές σταγόνες παραπάνω μαύρο, πότε με λίγο ακόμα ώχρα...
Και να πω την
αλήθεια, ούτε μετά απ’ όλη αυτή τη σχολαστική επιδίωξη της ιδανικής απόχρωσης
χάρηκα το αποτέλεσμα, όταν μετά απλώθηκε στον τοίχο. Το γιατί δεν το χάρηκα,
άργησα κάμποσο να το μάθω. Το έμαθα βέβαια, αφού όμως πρόλαβα προηγουμένως και
μελέτησα το χρώμα, στα όρια της εμμονής. Εκτός απ’ τη μελέτη της θεωρίας με την
οποία είχα καταπιαστεί, κι η θεωρία του χρώματος (επειδή αυτό συνδέεται άρρηκτα
με το φως) δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση, την περίοδο εκείνη έκανα και τις πιο
απίθανες πρακτικές εφαρμογές.
Θέλω να πω πως με
τον χρωματοπώλη δεν είχα τίποτα προηγούμενα, δεν ήθελα δηλαδή να εκδικηθώ
τον άγνωστο άνθρωπο για κάτι. Θέμα κακής δικής του τύχης ήταν, που βρέθηκε στο
διάβα μου την εποχή των μεγάλων μου χρωματικών αναζητήσεων. Εκείνο το φεγγάρι,
μέχρι που στην τουαλέτα, αντί για περιοδικό, εγώ έπαιρνα μαζί μου παλέτες παντόν,
οδηγούς τετραχρωμίας και δειγματολόγια από εταιρίες δομικών χρωμάτων.
Έχω
λοιπόν φάει ο Θεός ξέρει πόσες ώρες με τα χρώματα, χώρια οι περιγραφές που έχω
επινοήσει για κάθε απόχρωση. Δηλαδή τα «μπορντωκοκκινοκερασοκεραμυδί» της
κυρίας Μοιραράκη, ωχριούν μπροστά στις δικές μου εμπνεύσεις. Εγώ δεν έφτιαχνα, όπως εκείνη, γλωσσοδέτες, τα επίθετα που κοτσάριζα σε κάθε τόνο χρώματος όμως, ήταν κάτσε καλά!
Χρόνια μετά, δεν
ασχολούμαι άλλο με το θέμα. Αισθάνομαι πως το έχω εξαντλήσει. Όχι επειδή έγινα
αυτό που τότε σκόπευα, γκουρού του χρώματος, ούτε όπως μου συμβαίνει με πλήθος
άλλων καταστάσεων, επειδή δηλαδή το κατέκτησα το χρώμα κι έχασα έπειτα κάθε
ενδιαφέρον γι αυτό. Πάντως σήμερα, αν τύχει να μιλήσω για χρώμα, μιλάω απλά,
σαν οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος.
Τις προάλλες ζήτησε τη γνώμη μου ένας γνωστός
μου, που ήθελε να βάψει το γραφείο του. Στη συζήτηση ήταν
παρόντες και τέσσερις-πέντε από τους βασικούς συνεργάτες του. Του πρότεινα
λοιπόν για έναν κεντρικό τοίχο, ως κοντράστ στον κατά τα άλλα λευκό χώρο, ένα
σκούρο πλην θερμό γκρι, χρώμα που προσωπικά με ηρεμεί και με εμπνέει. Οι κυρίες
του team όμως έφριξαν!
Μία μάλιστα αντιπρότεινε ένα χτυπητό μπλε. Ένας άλλος ζήτησε απαλή ώχρα. Εγώ δεν
επέμεινα σε κάτι. Ήμουν σύμφωνη με κάθε άποψη.
Κι ο γνωστός μου
διαμαρτυρήθηκε πως δεν έπαιρνα θέση. Όχι πως βαριόμουν ν’ ασχοληθώ. Αλλά δε θα
’ταν ανόητο να προσπαθήσω να πείσω πως το γκρι που εμένα με ξεκουράζει, είναι
άλλο απ’ «το γκρι της φυλακής», που έλεγαν τα κορίτσια; Έτσι, το μόνο που είπα
κάποια ώρα χαμογελώντας ήταν: «Παιδιά, δε μου πέφτει λόγος, εσείς θα δουλεύετε
εδώ μέσα. Σ’ εσάς πρέπει ν’ αρέσει. Κι έπειτα, χίλιους να ρωτήσουμε, χίλια θα
μας πουν».
Προ ολίγου τα
θυμήθηκα όλα αυτά, βλέποντας τυχαία το βίντεο που ακολουθεί. Ο άντρας που
μιλάει σ’ αυτό, εξηγεί πως δεν ξέρει απολύτως τίποτα για τα χρώματα. Γεννήθηκε
τυφλός κι όπως λέει, ένα ολόκληρο κομμάτι στο λεξιλόγιο της γλώσσας, δε
σημαίνει απολύτως τίποτα για ’κείνον. Περιγράφει λοιπόν τα διάφορα χρώματα,
βάσει των νοηματικών συνδέσεων που κάνει γι αυτά, χωρίς καθόλου συναίσθημα, εφόσον στο μυαλό του η αίσθηση του χρώματος είναι απλώς ανύπαρκτη.
Και ομολογώ πως
ακούγοντάς τον να δηλώνει πλήρη άγνοια για κάτι με το οποίο εγώ για τόσο καιρό
ασχολήθηκα εντατικά, ένιωσα για πρώτη φορά ολότελα χαζή που ’ψαχνα παλαιότερα
ψύλλους στ’ άχυρα. Γιατί κάπως έτσι έχουν τα πράγματα με το χρώμα. Όσο επίμονα κι
αν το κυνηγάς, αυτό παραμένει άπιαστο. Όσο κι αν θες να του επιβληθείς, αυτό
δεν υποτάσσεται. Στην πραγματικότητα όμως, γι αυτό και κυνηγούσα τότε το χρώμα.
Κάθε απόχρωση δεν
ήταν παρά μια αφορμή μόνο και τίποτα περισσότερο, ένα κράτημα απ’ το αδύνατο,
μια χίμαιρα σωτηρίας. Πιο απλά, για την εποχή εκείνη, το χρώμα ήταν μια ασφαλής
για μένα λύση στο πάγιο εσωτερικό μου πρόβλημα, που απαράλλακτο μέχρι και σήμερα,
εξακολουθεί να αναζητά εξίσου «πειραγμένες» όψεις της αλήθειας.
Καλά, ανεξάρτητα
από το προσωπικό δράμα που οι περισσότεροι κουβαλάμε εντός μας και το οποίο
καθορίζει τα μοτίβα της συμπεριφοράς μας μέχρι να κλείσουμε τα μάτια μας, είναι γεγονός πως για να αφήσεις πίσω σου ένα
γνωστικό αντικείμενο πρέπει πρώτα να διεισδύσεις σ’ αυτό, άρα δεν υπάρχει και
τίποτα το τόσο πια αλλόκοτο ή μάταιο σε όσα εγώ έκανα τότε με τα χρώματα.
Επίσης μια άλλη
σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό μου, βλέποντας τον Tommy να μιλά, ευτυχώς όμως πέρασε γρήγορα. Βασικά, με
«έφτιαξε» η παντελής έλλειψη συναισθήματος γι αυτό που εμένα ανέκαθεν μου
προκαλούσε συγκίνηση. Και η σκέψη-βολίδα ήταν η εξής: «καλά, άμα φίλε μου σου
μιλήσω εγώ για τα χρώματα, δεν παίζει, μετά θα μιλάς για χρώμα και τα ματάκια
σου που δε βλέπουν, θα βουρκώνουν...».
Δηλαδή, τυχερός ο
Tommy που μένει σ’ άλλη
ήπειρο. Πολύ τυχερός. Γιατί, για όποιον δεν το έχει ήδη αντιληφθεί από ’δω μέσα,
εγώ αν κάτι απολαμβάνω πάνω σε τούτη τη μίζερη μπάλα, αυτό είναι τα σενάρια του τύπου «να κάνω τον τυφλό να
δει!».