7.10.12

ζλαπ





















ζουλάπι (ιδιωμ. ζλαπ)  

1. slang.gr: το άγριο ζώο - υποτιμητικός χαρακτηρισμός προσώπου, ο πανούργος, ο εκμεταλλευτής [βλαχ. zulap(e) -ι ή αλβ. zullapi]

2. Μπαμπινιώτης: το αγρίμι – μσν.  (τ)ζουλάπι(ον) <  αραβ. & περσ. (πβ. κ. αλβ. zullap)