19.10.12

με τον Νόμο!

πλεκτές κούκλες της Kay Petal

Μα θα ’ναι και δέκα μέρες από τότε που μετακόμισε εδώ ένα ζευγάρι. Και κάθε πρωί, κατά τις έντεκα που εγώ είμαι στο φουλ της δουλειάς μου και χρειάζομαι ησυχία, αυτοί οι δυο «πλακώνονται». Συνήθως ο καυγάς ξεκινάει απ’ την τοστιέρα (τρομερό θέμα για τσακωμό, ε;), αλλά επεκτείνεται και σε κάτι συγγενικά τους πρόσωπα και σε διάφορα άλλα ζητήματα, μείζονος σημασίας όλα.

Και καλά που τσακώνονται και ξεφωνίζουν, ιδίως ο άντρας, το ενδιαφέρον είναι ο τρόπος που τσακώνονται. Ο καυγάς τους είναι αυτοσκοπός. Καυγάς για τον καυγά. Ο τύπος μάλιστα βρίζει άσχημα, όχι αυτήν, γενικώς κι αορίστως. Οι τσακωμοί τους όμως δεν έχουν τη φυσιολογική κλιμάκωση, ούτε καν αληθινό εκνευρισμό. Είναι σαν να πατούν ένα κουμπί, αρχίζουν κι όταν τελειώσει ο χρόνος που κρίνουν ικανοποιητικό, απλώς σταματούν. Δηλαδή οι άνθρωποι είναι απολύτως ενήμεροι πως ακούγονται στη γειτονιά και μάλλον αυτό ακριβώς απολαμβάνουν. Να πρωταγωνιστούν σε μικρά αυτοτελή καθημερινά επεισόδια ακουστικής μιζέριας.

Χτες δε, άκουσα το χειρότερο όλων. Δεν είναι ηλικιωμένο αντρόγυνο, όπως νόμιζα. Είναι μάνα και γιος! Κι έμεινα στήλη άλατος. Γιατί τέτοια δίδυμα έρχονται βέβαια αποφασισμένα να μείνουν για καιρό. Εγώ την πρώτη φορά, τους άκουγα χαμογελώντας. Το βρήκα συμπαθητικό αυτό με την τοστιέρα. Και φυσικά νόμιζα πως επρόκειτο για μεμονωμένο περιστατικό.

Σημειωτέον, οι φωνές τους είναι εξίσου γέρικες. Οπότε και τις επόμενες φορές, σεβόμενη τον πρωινό καυγά των (κατά πως νόμιζα) γερόντων, προσάρμοζα το πρόγραμμά μου στη δική τους εκπομπή. Σε άλλη περίπτωση θα ’χα βγει και θα το ’χαν κόψει το καλαμπουράκι προ πολλού. Ανήκω δυστυχώς σ’ αυτούς που στη βία αντιδρούν με βία κι έχω μερικά παράσημα εδώ στη γειτονιά, από καυγάδες που έχουν λήξει με δική μου παρέμβαση, σχεδόν εν τη γενέσει τους. Διότι το δεύτερο πράγμα που απεχθάνομαι μετά τη γκρίνια, είναι τα αναίτια ξεφωνητά.

Κι όταν κατά κακή σου τύχη ζεις στοιβαγμένος ανάμεσα σε άλλους, αν μη τι άλλο πρέπει να σέβεσαι τους κανόνες. Αλλιώς θα γινότανε το χάος στις γειτονιές. Με τους ανθρώπους της μεγαλύτερης ηλικίας όμως -πώς να το κάνουμε;- το σκέφτεσαι κομμάτι πριν αρχίσεις να «κατεβάζεις καντήλια». Με το που άρχιζαν λοιπόν αυτοί να ωρύονται σηκωνόμουνα κι εγώ απ’ τον υπολογιστή μου, συμμάζευα το σπίτι, τάιζα τ’ αδεσποτάκια, τακτοποιούσα τα χαρτιά μου, πετιόμουν για τυρόπιτα… διότι για να συγκεντρωθώ να δουλέψω, δεν υπήρχε περίπτωση. Η αντιπαράθεση των καινούργιων γειτόνων άρα, μέρες τώρα απλώς σηματοδοτεί το διάλλειμά μου.    

Αλλά δεν πρόκειται να ανεχθώ άλλο τον γιο που ’ναι για του Σινούρη και τη μάνα που μάλλον τον κατάντησε έτσι και γι αυτό τώρα τον ανέχεται. Αγαπώ άπειρα τους τρελούς, αρκεί όμως να μπορούμε να συνεννοηθούμε στα βασικά. Και θα συνεννοηθούμε μ’ αυτούς εδώ, δεν υπάρχει περίπτωση. Εγώ τυγχάνει να μιλάω διάφορες γλώσσες. Συνήθως βέβαια ξεκινάω με την νεοελληνική. Όπως σήμερα το πρωί. Εφτά η ώρα κάλεσα την αστυνομία. Το σήκωσε μία κοπέλα.
   - «Καλημέρα, μπορείτε παρακαλώ να μου πείτε τι ώρα το πρωί 
      λήγει η κοινή ησυχία;» ρώτησα.
   - «Στις εφτάμιση, κυρία», απάντησε η φωνή.

«Κεριά!» σκέφτηκα, αλλά δεν το είπα. Ευχαρίστησα μόνο και μετά περίμενα να πάει επτά και τριάντα ένα πρώτα λεπτά. Ε και πήγε. Και με ανοιχτά τζάμια σ’ όλο το σπίτι, έβαλα το κομματάκι που ακολουθεί, με την ένταση στο τέρμα. Οι γείτονες δεν ξέρω αν κατάλαβαν το μήνυμα που περιείχε το σημερινό τους ξύπνημα, πάντως ο συγκάτοικός μου, ο οποίος επίσης δεν αντέχει τους δυνατούς θορύβους, έξυνε με τα νύχια του τα πατζούρια, για να του ανοίξω να βγει στον κήπο, να σωθεί.

Και λέω εγώ τώρα… ένα τραγουδάκι τέτοια ώρα κάθε μέρα, τι σκατά, δε θα την κάνει πέρα την τοστιέρα;