7.8.11

in the air tonight



Κανονικά, θα ’μενα σπίτι απόψε. Άντε, το πολύ να πήγαινα μια βόλτα μέχρι τη Φρεαττύδα. Είναι ένα σημείο εκεί που πολύ με εξιτάρει τελευταίως. Γιατί, αν κατεβαίνεις την οδό Καρπάθου νύχτα, την ώρα που κατηφορίζεις φθάνοντας στη θάλασσα, μπροστά σου το μόνο που βλέπεις είναι ένα ατελείωτο μαύρο. Και όταν δεν έχει φεγγάρι δε μπορείς να διακρίνεις ουρανό από θάλασσα κι έτσι, καθώς εσύ κινείσαι στο δρόμο με τη μεγάλη κλίση προς τα κάτω και βρίσκεσαι μπροστά σ’ αυτό το απροσδόκητο κατάμαυρο άνοιγμα, έχεις στιγμιαία την αίσθηση πως πέφτεις στο κενό.

Αυτή λοιπόν θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση η σαββατιάτικη έξοδός μου, αν δε μου τηλεφωνούσε τ’ απόγευμα ένας παλιός μου φίλος gay, ο Στέλιος, να με καλέσει στο πάρτι που έκανε απόψε με τον σύντροφό του για να γιορτάσουν την πρόσφατη μετακόμιση στο καινούργιο, πανάκριβο διαμέρισμά τους. Τα παιδιά μετά από τρία χρόνια σχέσης και μετά από έναν επεισοδιακό χωρισμό που τους κράτησε μαλωμένους σχεδόν εφτά μήνες, τα ξαναβρήκαν προσφάτως κι αποφάσισαν ν’ αλλάξουν σπίτι και να κάνουν μια καινούργια αρχή.

«Έλα ρε, νωρίς με πήρες! Όλους τελευταίο λεπτό τους ειδοποιείτε εσείς;», διαμαρτυρήθηκα. «Γιατί, σάμπως ανησυχούσα μήπως είχες τίποτα καλύτερο να κάνεις το βράδυ;», γέλασε εκείνος. Ψέματα; Δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω. Όχι πως είχα δηλαδή ιδιαίτερο κέφι για κοινωνικότητες απόψε. Αλλά, ήξερα πως ο Στέλιος θα χαιρόταν αν μοιραζόμουν τη χαρά του κι έτσι αποφάσισα να ξεβολευτώ απ’ τη μονοτονία μου και να πάω να ευχηθώ τα καλορίζικα.

Πήρα απ’ τον ανθοπώλη μου ένα θεόρατο, περίεργο φυτό εσωτερικού χώρου, αργότερα ντύθηκα απλά μ’ άνετα ρούχα, βάφτηκα ελάχιστα και με σχετικά λίγη ταλαιπωρία έφτασα λίγο πριν τα μεσάνυχτα στην πολυτελή πολυκατοικία με τα δύο ασανσέρ. Ανέβηκα στον τελευταίο όροφο, πρόβαρα το γνωστό αγέλαστο ύφος «ξέρω τι έκανες κωλόπαιδο!» που ενθουσιάζει τον Στέλιο όποτε το αντικρίζει στο πρόσωπό μου ανοίγοντας την πόρτα του και χτύπησα το κουδούνι.

Ακολούθησαν τα αναμενόμενα. Αγκαλιές, φιλιά, χαιρετούρες με διάφορους γνωστούς, ξενάγηση στα δωμάτια του τεράστιου ρετιρέ και διαφωνίες για το που ταίριαζε καλύτερα η γλάστρα που μου βγήκε η πίστη να κουβαλήσω, συνοδευόμενες από γέλια μέχρι δακρύων. Όχι για το φυτό που ομολογουμένως είχε αστείο σουλούπι, αλλά γιατί μόλις βρεθούμε με τον Στέλιο ξυπνάνε αυτομάτως μνήμες από διάφορες ακρότητες που κάναμε μαζί στα νιάτα μας και ξεκαρδιζόμαστε με την παραμικρή αφορμή.

Η συνέχεια, μετά την επιδρομή στον εξαιρετικό μπουφέ με τα κρύα εδέσματα, μου επεφύλασσε ένα πλήθος από εκείνα τα ανούσια αστεία που λέγονται αναμεταξύ μακρινών γνωστών σε τέτοιες συγκεντρώσεις, με όλη την υπερβολή φυσικά που χαρακτηρίζει τις gay παρέες. Υπερβολή κουραστική από ένα σημείο κι ύστερα και βέβαια αναπόφευκτη ακόμα στα πιο κουλτουριάρικα gay σαλόνια.      

Καθώς αποτελείωνα το κρασί μου είχα ήδη βαρεθεί. Γι’ αυτό, ακούμπησα κάπου το κολονάτο μου ποτήρι κι εγκατέλειψα το αχανές σαλόνι (το μήκος του οποίου ήταν μια συνεχόμενη σπαστή τζαμαρία που τραβηγμένη καθώς ήταν τώρα όλη στα πλάγια, το έκανε να μοιάζει σαν να του ’λειπε ολόκληρος ο ένας του τοίχος). Βγήκα έξω. Το αεράκι ήταν πολύ πιο ευχάριστο από το κλιματιζόμενο εσωτερικό. Απόρησα που όλοι σχεδόν καθόντουσαν μέσα.

Κοντοστάθηκα για λίγο μιλώντας με δύο γνώριμες φάτσες που δεν είχα δει προηγουμένως κι έπειτα ξεμάκρυνα. Ανακάλυψα τότε πως το διαμέρισμα των παιδιών είχε γύρω-γύρω καλαίσθητες βεράντες εντυπωσιακών διαστάσεων, με γυάλινα στηθαία που δεν διέκοπταν τη θέα ούτε κατ’ ελάχιστο. Και τι θέα! Πανοραμική! Και τι φεγγάρι! Σα φέτα φρούτου σε κοκτέιλ. Τέλειο μισό και βαθύ πορτοκαλί.

Προχωρούσα λοιπόν πολύ αργά, σχεδόν έσερνα τα βήματά μου, εποπτεύοντας τη νυχτερινή Αθήνα από ψηλά. Ασυναίσθητα, άρχισα πάλι να βυθίζομαι σε περισυλλογή. Βρισκόμουν άλλωστε στο ιδανικότερο μέρος. Κι άρχισα, ως συνήθως, να σκέφτομαι πράγματα εντελώς άχρηστα, όπως ας πούμε τις δραματικές αλλαγές που σημειώνονται στην κοσμοθεωρία του ατόμου, ανάλογα με τη χωρική μετακίνησή του και ειδικότερα με τη διαφορετική θέαση που αυτή η αλλαγή θέσης του επιτρέπει.

Καθώς λοιπόν αερολογούσα σιωπηλά και είχα περπατήσει τα δύο τρίτα σε τούτη την προνομιούχο πίστα, βρέθηκα πια στο λιγότερο φωτισμένο σημείο της, χωρίς κανέναν γύρω μου. Και τότε ξαφνικά, είδα στο μισοσκόταδο κάποιον... να καβαλάει το κρυστάλλινο κάγκελο της ταράτσας!!! Κοκάλωσα για μια στιγμή κι έπειτα φώναξα «έι εσύ, περίμενέ με!!!» κι άρχισα να τρέχω προς το μέρος του. Σχεδόν την ίδια στιγμή όμως, η φιγούρα του χάθηκε απ’ τα γουρλωμένα μάτια μου!

Έφτασα αλαφιασμένη στο σημείο της πτώσης. Άρπαξα με τα χέρια μου το γυάλινο εμπόδιο, κοίταξα κάτω και τότε... τον είδα στρογγυλοκαθισμένο στο προστατευτικό πλάτωμα που αποδείχθηκε πως υπήρχε γύρω-γύρω σ’ όλο το κτίριο. Για λόγους ασφαλείας, βλέπετε, έξω απ’ το διάφανο όριο του πολυτελούς loft, υπήρχε ένας τσιμεντένιος φαρδύς ζωστήρας, ο οποίος  όμως δε φαινόταν αν δεν έσκυβες, γιατί ήταν εβδομήντα περίπου πόντους πιο χαμηλά απ’ το επίπεδο του δαπέδου της βεράντας των φίλων μου. Ο παράξενος άντρας έστριψε απλώς το κεφάλι του ψηλά προς τη μεριά μου, χαμογέλασε κι είπε ήσυχα: «έλα, σου ’χω κρατήσει θέση!». Ε αυτό πια, που να το φανταζόμουνα;

Παρότι δε χάρηκα καθόλου που για να φτάσω τον ριψοκίνδυνο άγνωστο χρειάστηκε να κάνω ακροβασίες έντεκα ορόφους πάνω από τη γη, εν τέλει βρέθηκα πλάι του, φανερά σαστισμένη. Γρήγορα όμως συνήλθα γιατί εκείνος ακούμπησε το μπράτσο του στο δικό μου κι άρχισε να σχολιάζει τη θέα χωρίς συστάσεις, με την οικειότητα που ενώνει μονάχα παλιούς γνώριμους. Σχεδόν αμέσως, μάλιστα, μου πρόσφερε το μπουκάλι που κρατούσε. Κουβεντιάζοντας εκεί ψηλά, μοιραστήκαμε εκτός απ’ τον τελειότερο νυχτερινό εξώστη και μια απολαυστική παγωμένη βελγική μπύρα.

Κι έτσι ακουμπισμένοι, είπαμε διάφορα και πολλά σε κείνο το πεζούλι. Αυτά που λέγαμε δεν είχαν να κάνουν μ’ εμάς, μιλούσαμε κυρίως θεωρητικά. Άλλωστε, ο συνομιλητής μου δε φαινόταν να έχει καμία διάθεση να αναφερθεί σε πρακτικά ζητήματα. Κάποια στιγμή όμως μου γεννήθηκε η περιέργεια και τον ρώτησα με τι ασχολείται. 

-          «με κατασκευαστικά υλικά», απάντησε
-          «δηλαδή;», επέμεινα     
-          «οπλισμό σκυροδέματος, ράβδους, ελάσματα, λάμες, δοκούς, σωλήνες... τέτοια»
-          «δεεεεν το ’πιασα», παραδέχτηκα
-          «ατσάλι», γέλασε
-          «τι ατσάλι; έχεις μάντρα με κατασκευαστικά υλικά;»
-          «τα φτιάχνουμε βρε», είπε και πλάγιασε το κεφάλι του, χτυπώντας ελαφρά τον ώμο μου με τον κρόταφό του
-          «αααα, τα φτιάχνετε... πως τα φτιάχνετε δηλαδή;»
-          «ε είναι ολόκληρη ιστορία... πάω να φέρω μπύρα... μήπως θες κάτι άλλο;»

Τι άλλο θα μπορούσα να θέλω; «εεε όχι, η μπύρα είναι μια χαρά», είπα και τον χάζεψα καθώς σκαρφάλωνε στο γυάλινο διαχωριστικό, ανάλαφρος σα γάτα. Τα λεπτά που εκείνος έλειψε προσπάθησα να απολαύσω μόνη μου τη θέα. Αλλά δεν τα κατάφερα. Δεν αισθανόμουν και πολύ άνετα ολομόναχη εκεί πέρα πάνω. Το σημείο που καθόμασταν βέβαια ήταν πολύ πλατύ. Δηλαδή, απ’ τα απλωμένα πόδια μας μέχρι το κενό μεσολαβούσε άλλο μισό μέτρο τουλάχιστον. Αλλά και πάλι, ήταν πολύ πιο ευχάριστη η αίσθηση μ ΄εκείνον στο πλευρό μου.

Εκτός από την παρουσία του που μ’ έκανε να αισθάνομαι ασφαλής, μ’ άρεσε επίσης που γυρνώντας έφερε μία μόνο μπύρα κι έτσι συνεχίσαμε το δώσε-πάρε με την ιδρωμένη φιάλη. Κι όλο αυτό μου φάνηκε εξαιρετικά αισθησιακό και μαζί ένα πολύ ιδιαίτερο είδος κοινωνίας. Η συζήτηση μαζί του εξελίχθηκε επίσης πολύ ωραία, αν και χωρίς συγκεκριμένο θέμα. Πετιόμασταν άτακτα από κάθε ζήτημα στο διπλανό του, μιλώντας κατά βάση για κριτές, αιρετικούς, δανδήδες, επαναστάτες, προφήτες κι αναχωρητές.   

Κάποια στιγμή, έβγαλα κι άναψα ένα τσιγάρο. Άρχισα να καπνίζω, χωρίς να τον ρωτήσω αν ήθελε κι εκείνος ένα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά θεώρησα πως δεν ήταν λάτρης του καπνού. Αφού όμως δυο λεπτά αργότερα είχαμε πια συμφωνήσει πως η Τετάρτη είναι η καλύτερη μέρα της εβδομάδας γιατί προοιωνίζει το σαββατοκύριακο μ’ έναν τρόπο ολότελα εσωστρεφή, εκείνος τράβηξε απαλά το τσιγάρο ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά μου και το έφερε στα χείλη του. Τότε γύρισα κι εγώ και κοίταξα το πρόσωπό του.

Πρέπει να ’ταν κάνα δυο χρόνια μεγαλύτερός μου και εκτός απ’ τη ζεστή φωνή διαπίστωσα πως διέθετε επίσης και αξιοπρόσεκτα ευγενικά χαρακτηριστικά. Σκουρόξανθα ασύμμετρα μαλλιά μέχρι τα μισά του λαιμού του, ολόισια λεπτή μύτη και ανοιχτόχρωμα μάτια με μια αλλόκοτη λάμψη. «Πω... πως σε λένε;», ρώτησα τον γοητευτικό, απρόσμενο συνοδό μου. «Θωμά με λένε», μουρμούρισε, αλλά δε ζήτησε να μάθει το δικό μου όνομα. Το μόνο που είπε, τεντώνοντας το χέρι του, ήταν: «κοίτα, δεν είναι υπέροχα φωτισμένο το Ερεχθείο;».

Σε κάθε άλλη περίπτωση θα βιαζόμουν να παρατηρήσω πως κανονικά λέγεται Ερέχθειο και όχι Ερεχθείο και πως από’ κει που καθόμασταν δε φαινόταν καν, γιατί αυτό βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του ιερού βράχου κι εμείς κοιτούσαμε μάλλον τη νοτιοδυτική. Αλλά, μου άρεσε τόσο πολύ που είπε «Ερεχθείο», έστω και λάθος και όχι «Ακρόπολη», «Παρθενώνας» ή κάτι άλλο πολυχρησιμοποιημένο. Κι ύστερα, πρόφερε τόσο όμορφα αυτή τη λέξη που εκείνη ακριβώς τη στιγμή απελευθερώθηκα από τη βασανιστική εξάρτησή μου από το χωροχρόνο καθώς και από την εμμονή μου με την ορθή χρήση της Ελληνικής και πολύ απλά... τον ερωτεύτηκα!

Λίγο αργότερα επιστρέψαμε στους άλλους. Ο Θωμάς εξαφανίστηκε προς το WC κι εγώ βρήκα τον Στέλιο. 

-          «εδώ είσαι; νόμιζα πως έφυγες», είπε συνηθισμένος στις αθόρυβες αποδράσεις μου
-          «όχι δεν έφυγα», απάντησα με ένα ηλίθιο χαμόγελο
-          «τι έπαθες καλέ κι είσαι έτσι;»
-          «είμαι ερωτευμένη!», χαμογέλασα πλατιά
-          «ννναι... αν θυμάμαι καλά όταν ήρθες δεν ήσουν...»
-          «πράγματι...»
-          «και ποιον βρήκες μωρή να ερωτευτείς εδώ πέρα μέσα;»
-          «τον Θωμά»
-          «ποιον Θωμά; ... ααα!!! α, καλά...»
-          «βρήκα μια αδερφή ψυχή!»
-          «λάθος! βρήκες απλώς μια αδερφή. κι εκεί μπαίνει τελεία»
-          «δεν είναι αδερφή!»
-          «ναι δεν είναι»
-          «δεν είναι αδερφή, σου λέω!», θύμωσα
-          «καλέ μη φωνάζεις! για πάμε μέσα...»

Φτάνοντας στην κύρια κρεβατοκάμαρα, ο Στέλιος πήρε το σακίδιο που κρατούσα, το πέταξε σε μια πολυθρόνα και μου είπε, κουνώντας το χέρι σαν κακιά δασκάλα:

-          «κοίτα, για να τελειώνουμε... ο Θωμάς είναι gay
-          «λες μα-λα-κίες!», είπα εγώ
-          «εεέτσι! μόνο που παλιά τα ’χε δυο χρόνια με τον Σταύρο, τον φωτογράφο! αλλά αυτό είναι λεπτομέρεια...»
-          «είμαι τριάντα οκτώ ετών, λες να μην ξέρω πότε κάποιος είναι gay και πότε όχι;», αντεπιτέθηκα
-          «ε, κατά τα φαινόμενα δεν ξέρεις!», συνέχισε εκείνος
-          «Στέλιο, τον θέλω!», είπα και σωριάστηκα στο μεγάλο κρεβάτι
-          «α Παναγιά μου! καλά μωρή, έκανες τόσο καιρό να ερωτευτείς για να  ερωτευτείς τελικά τον Θωμά;», είπε πάνω απ’ το κεφάλι μου
-          «τι έγινε; γιατί είστε εδώ;», εμφανίστηκε ο Μίλτος, ο συγκάτοικος του Στέλιου
-          «α τίποτα, εδώ, λύνουμε ένα αίνιγμα», απάντησε ο Στέλιος
-          «δηλαδή;», ρώτησε ο Μίλτος
-          «ε να μωρέ, λέμε... να είναι gay ο Θωμάς; να μην είναι;»
-          «δεν είναι!!!», τσίριξα
-          «τι έπαθε;» απόρησε ο Μίλτος
-          «της αρέσει ο Θωμάς παιδί μου...», εξήγησε ο Στέλιος
-          «α! ...μα αυτός δεν είναι straight... δεν της είπες πως τραβιόταν για καιρό με τον Σταύρο;», έδωσε τα φώτα του ο Μίλτος
-          «το ’πα! και που το ’πα;»
-          «εγώ θα τον πάρω! με παπά και με κουμπάρο!», ανακοίνωσα περιχαρής
-          «ναι, μόνο που σε πρόλαβαν... είναι ήδη παντρεμένος!», κάγχασε ο Στέλιος
-          «έχετε βαλθεί να με τρελάνετε; gay είναι ή παντρεμένος;», έβαλα τις φωνές
-          «τι ήπιε;», ρώτησε ανήσυχα ο Μίλτος τον Στέλιο κι έκλεισε την πόρτα του υπνοδωματίου
-          «καλέ τίποτα, ένα ποτήρι κρασί ήπιε όλο-όλο»
-          «μήπως ήπιε και τίποτ’ άλλο μαζί;»
-          «όχι σου λέω!»

Ύστερα από λίγο κι ενώ στο υπνοδωμάτιο γινόταν πανδαιμόνιο, χτύπησε την πόρτα ο Θωμάς που μας έψαχνε έξω και δε μας έβρισκε. Εγώ ήμουν ξαπλωμένη πλαγίως στο κρεβάτι του ευτυχούς ζεύγους, αγκαλιά με μια μαξιλάρα. 

-          «τι διακόπτω;», ρώτησε χαμογελώντας ο ολοκαίνουργιος έρωτάς μου
-          «εεε... τίποτα παιδί μου, εδώ... ανακατεύεται λίγο και την ξαπλώσαμε», τα μπάλωσε ο Στέλιος
-          «και γιατί φωνάζατε;», ρώτησε ο Θωμάς
-          «όχι δε φωνάζαμε, απλώς να... ήθελε αυτή να σηκωθεί κι εμείς επιμέναμε να μείνει για λίγο ξαπλωμένη...», προσποιήθηκε ο Στέλιος
-          «τι έπαθες γλυκιά μου;» είπε ο εύπιστος Θωμάς και γονάτισε μπροστά απ’ το κρεβάτι
-          «ναι, εεε... Θωμά, σήκω καλύτερα, να την αφήσουμε να ξεκουραστεί και σε λίγο θα ’ναι μια χαρά!», προσπάθησε ο Στέλιος να τον απομακρύνει
-          «μήπως δεν έχεις φάει τίποτα και γι’ αυτό...; να πάω να σου φέρω λίγα noodles; είναι πολύ ελαφριά, ό,τι καλύτερο για το στομάχι σου», προθυμοποιήθηκε ο Θωμάς, ενώ εγώ του χαμογελούσα αποβλακωμένη
-          «ναι ναι, μπράβο να πας! πήγαινε εσύ τώρα να φέρεις noodles...», τον ξαπόστειλε ο Στέλιος
-          «θέλετε να μου πείτε πως αυτός ο άντρας είναι gay; ακούσατε τον τρόπο που με είπε γλυκιά του;», είπα μόλις έφυγε ο Θωμάς απ’ το δωμάτιο
-          «μωρή τρελή, πόσα «γλυκιά μου» και «μωρό μου» κι «αγάπη μου» κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο, έχεις ακούσει τόσα χρόνια από gay φίλους μου; θυμάσαι καθόλου, ή τα ’χεις παίξει τελείως; έτσι μιλάνε οι gay!», αγανάκτησε ο Στέλιος
-          «ό,τι και να λέτε, εγώ θα τον πάρω τον Θωμά, να σκάσετε!», τσίριξα
-          «βρε κακό απόψε!» είπε ο Στέλιος «είναι παντρεμένος λέμε... δεν ακούς κιόλας!»
-          «πως γίνεται και gay και παντρεμένος;», συνέχισα να μιμούμαι την Παξινού στην «Εκάβη»
-          «Στέλιο μου, συγνώμη αλλά δεν είν’ καλά η φίλη σου!», παρεμβλήθηκε ο Μίλτος
-          «πρώτη φορά δηλαδή το ακούς να ’ναι αδερφή ένας παντρεμένος; από ’δω γκρίζα-γκρίζα, από ’κει loving care!», γρύλισε ο Στέλιος που σπανίως χάνει το χιούμορ του, αγνοώντας το σχόλιο του Μίλτου
-          «καλά, ο Θωμάς σίγουρα είναι πολύ γοητευτικός, αλλά μήπως εν τέλει την ενθουσίασε το ότι είναι γιος μεγαλοβιομήχανου;», έκανε το λάθος να πει ο Μίλτος
-          «Στέλιο, πες του!!!», πετάχτηκαν οι φλέβες στο λαιμό μου
-          «ρε Στέλιο, αυτό είναι κανονική κρίση!», τρόμαξε ο Μίλτος
-          «τι να πω; ψάξε στο κινητό της, στο «πι».... Πασχαλίδης, Παπαρίδης, κάπως έτσι λέγεται... παρ’ τον να ’ρθεί να τη μαζέψει!», διέταξε ο Στέλιος τον Μίλτο, μόνο και μόνο για να με τρομάξει και να συμμαζευτώ
-          «τι είναι αυτός; ...και τι να του πω;», ρώτησε ο Μίλτος λες και δεν ήμουνα παρούσα
-          «Μίλτο, αν θες να δεις τον ήλιο ν’ ανατέλλει... άσε αμέσως κάτω το κινητό μου!», είπα ήσυχα με τα μάτια όμως στυλωμένα στον μαύρο ουρανό, πέρα μακριά έξω από τη τζαμόπορτα
-          «άστο, άστο Μίλτο μου, άστο!», είπε ο Στέλιος που ξέρει πως δε θέλει και πολύ για να πεταχτούν οι αερόσακοι μέσα στο κεφάλι μου και συμπλήρωσε: «άσε να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα ο Θωμάς... α, κατά φωνή! Μίλτο, για πάμε εμείς στους καλεσμένους μας...».

Ο Θωμάς είχε μόλις εμφανιστεί, κρατώντας ένα λιλιπούτειο αλλά φροντισμένο γεύμα. Εγώ ανακάθισα κι εκείνος έκατσε απέναντί μου στην άκρη του κρεβατιού και μου ετοίμασε τρυφερά μια πιρουνιά απ' τα ξενόφερτα ζυμαρικά. Τότε, πρόσεξα τη βέρα στο χέρι του. Λεπτή, τετράγωνη και κατάμαυρη! Την άγγιξα με το δάχτυλό μου.
*
-          «ατσάλι;», χαμογέλασα
-          «μαύρος χρυσός», μου επέστρεψε το χαμόγελο
-          «νόμιζα πως ο μόνος μαύρος χρυσός που υπάρχει είναι το πετρέλαιο», είπα μπουκωμένη
-          «τώρα πια ξέρεις», απάντησε αργά, κοιτάζοντάς με στα μάτια κι έσπρωξε μες στο στόμα μου ένα μικρό, στρογγυλό παξιμαδάκι
-          «να σε ρωτήσω κάτι;», είπε αμέσως μετά, με σιγανή φωνή
-          «μμμ...», έγνεψα καταφατικά
-          «πριν... στη βεράντα... όταν εγώ περνούσα το τζάμι για να κατέβω στο περβάζι, γιατί φώναξες «περίμενέ με!»; ... δεν είπες «περίμενε!», είπες «περίμενέ με!»... γιατί;»

"Δε δε δε σε κατάλαβα... ποια ακριβώς είναι η ερώτηση;", ψέλλισα και τον κοίταξα, ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια μου. Ήξερα βέβαια πως στο ημίφως  οι κόρες μου θα είχαν διπλασιαστεί. Και στις διασταλμένες κόρες μιας γυναίκας ένας άντρας πολύ δύσκολα αντιστέκεται. Κι ας είν' και παντρεμένος, κι ας είναι και βιομήχανος χάλυβα, κι ας είναι γκέι, κι ας είναι ό,τι διάολο θέλει!