31.12.12

μαύρα Χριστούγεννα!



Είναι αλήθεια πως τα Χριστούγεννα, τα όμορφα γίνονται ομορφότερα, αλλά και τα δύσκολα γίνονται πολύ πιο δύσκολα, μερικές φορές ίσως αβάσταχτα! Διάβασα μόλις για την αυτοκτονία του σαρανταδυάχρονου Δημήτρη Βογιατζή. Τα δημοσιεύματα τον χαρακτηρίζουν «καταξιωμένο ηθοποιό», παρόλα αυτά εγώ δεν τον ήξερα ούτε ως όνομα, ούτε φυσιογνωμικά.

Ήμασταν όμως σχεδόν συνομήλικοι και φαίνεται πως τελευταίως μας απασχολούσε και τους δυο το ίδιο θέμα, για διαφορετικό λόγο τον καθένα. Εκείνος πρέπει να το σκέφτηκε πολύ πριν κρεμαστεί μέσα στο πατρικό του σπίτι, παρουσία των γονιών του κι εγώ τους προηγούμενους μήνες έφερνα και ξανάφερνα αυτό το ζήτημα στο μυαλό μου, μιας και είχα καταπιαστεί με μια μελέτη που εν μέσω άλλων αφορά και την αυτοχειρία. Και επειδή προσφάτως διάβασα κάμποσο και συλλογίστηκα άλλο τόσο για τον ηθελημένο θάνατο, ο τρόπος που έδωσε τέλος στη ζωή του αυτός ο άνδρας δε με σόκαρε ακριβώς, με συγκίνησε όμως βαθιά.

Το απόσπασμα που ακολουθεί περιέχεται στην τελευταία αυτή δουλειά μου. Είναι ένα από τα πολλά λυρικά μπόλια ενός κατά τα άλλα επιστημονικού κειμένου και το δημοσιεύω εδώ τιμητικά, για τη μητέρα του Δημήτρη που βρήκε το αγόρι της να κρέμεται νεκρό απ’ το φωτιστικό της κάμαράς του. 

Εύχομαι λοιπόν με τον δικό μου τρόπο, η τραγική μάνα να μπορέσει να συγχωρήσει γρήγορα τον απελπισμένο γιο, γιατί μόνο έτσι θα ησυχάσουν οι ψυχές και των δύο. Άλλωστε, σε μια αυτοκτονία είναι απλοϊκό να νομίζει κανείς πως φταίει μόνο ένας. Όλοι φταίνε! Κι όταν φταίνε όλοι, τελικά δε φταίει κανείς. 

Ας σημειωθεί πως το ακόλουθο κείμενο δεν είναι αυτόνομο. Είναι ένα μικρό μόνο μέρος μιας ολόκληρης ενότητας για την αυτοκτονία, στην οποία το θέμα εξετάζεται από πολλές διαφορετικές σκοπιές. Και το διευκρινίζω αυτό, για να μην εξαχθούν βεβιασμένα συμπεράσματα.

«...Ο άνθρωπος, ανεξάρτητα απ' οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα πιθανώς έχει, την ώρα που τερματίζει τη ζωή του γίνεται ο μέγας τιμωρός. Όσο κι αν  η πράξη του στοχεύει στο να απαλλάξει τον ίδιο ή και τους κοντινούς του (αν αισθάνεται πως τους επιβαρύνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο) από έναν βίο μαρτυρικό, όσο κι αν ελπίζει πως στο θάνατό του θα βρει γαλήνη, δεν παύει να τιμωρεί τον εαυτό του με την εσχάτη των ποινών και εκείνους που τον νοιάζονται με ένα ενίοτε δυσβάσταχτο φορτίο πόνου.  

Είναι σαν να παίρνει ο αυτόχειρας, την ώρα που "πηδάει" στο κενό, τη συμφορά του στα χέρια του, σαν να 'ταν μία συμπαγής σφαίρα, και να την πετάει. Κι είναι σαν αυτή να πέφτει, να σπάει σε διάφορα μικρότερα και μεγαλύτερα κομμάτια και τα κομμάτια της να σκορπίζονται και να καρφώνονται στις καρδιές εκείνων που έτρεφαν για τον νεκρό από συμπάθεια έως αληθινή αγάπη.

Άλλος, στην είδηση του θανάτου του, εισπράττει ένα μικρό κομματάκι της δυστυχίας του, άλλος ένα μεγαλύτερο κι άλλος το πιο μεγάλο απ' όλα. Κανείς δε μένει χωρίς κομμάτι. Η συμφορά του καθενός είναι ευθέως ανάλογη της αγάπης του για 'κείνον που  ‘φυγε. Αυτός είναι άλλωστε ο νόμος του πένθους.

Η μοίρα όμως εκείνου που πενθεί έναν αυτόχειρα είναι χειρότερη απ' τη μοίρα όλων των υπόλοιπων που θρηνούν κάποιον που πέθανε. Γιατί, σε αντίθεση με τους ζωντανούς ενός νεκρού που έφυγε απ' τη ζωή άθελά του, η δική του ψυχή δε βρίσκει ανακούφιση στην ανάμνηση της αγάπης του νεκρού. 

Εγκαταλείποντας τα εγκόσμια, ο αυτόχειρας αποδεικνύει πως η ψυχή του ήταν κενή από αγάπη. Ούτε ο ίδιος αγαπούσε αυτόν που έμεινε πίσω, αλλιώς δε θα μπορούσε να τον πονέσει τόσο πολύ και κυρίως δε θα ήθελε να τον στερηθεί, ούτε όμως και η αγάπη αυτού που απέμεινε τον άγγιξε ποτέ αληθινά.

Με αυτή την ολοκληρωτικά ακυρωτική πράξη του, ο άνθρωπος που αυτοκτονεί καταδικάζει ακαριαία εκείνους που σχετίζονται μαζί του. Αντί για οτιδήποτε άλλο, τους αναγκάζει να βουτηχτούν στη θλίψη και μαζί στην ενοχή. Το πέρασμά του στην ανυπαρξία συμπαρασύρει όλα τα θετικά αισθήματα που φώλιαζαν σε άλλες ψυχές για τη δική του.

Διαγράφει έτσι, κάθε καλό που αισθάνθηκαν άνθρωποι στο διάβα του για εκείνον κι ακόμα περισσότερο, τους το ανταποδίδει με ασχήμια. Αυτό που μένει ύστερα απ' την ταφή του αυτόχειρα, στην καλύτερη περίπτωση είναι η στιφάδα από ένα ακαθόριστο αίσθημα  αυτολύπησης αναμεμειγμένης με αυτοκατηγορία.

Ακόμα κι οι πιο μακρινοί του άνθρωποι νιώθουν πως ηττήθηκαν. Πως δε στάθηκαν ικανοί να τον βοηθήσουν, πως δεν ήταν οι ίδιοι αρκετοί για να απαλύνουν τη δυστυχία του. Και εκτός αυτού πως, όσο ο νεκρός ακόμα ζούσε, έκρινε ότι η παρουσία του ανάμεσά τους, εν τέλει δεν τους άξιζε.  

Έτσι, εκείνοι, αφού αυτός αυτοκτονήσει, μένουν με τις όποιες τύψεις τους, πως δηλαδή δεν έκαναν κάτι παραπάνω για να προλάβουν αυτή την τραγική κατάληξη, δεν του έδωσαν αυτό το κάτι που θα μπορούσε να τον αποτρέψει έστω και την τελευταία στιγμή.

Ο αυτόχειρας λοιπόν, καθώς απαλλάσσεται από τα ισόβια δεσμά της εγκόσμιας ζωής, δίνοντας στον εαυτό του χάρη, κατακερματίζει τη δική του "ποινή" (μιας και ως τέτοια αντιλαμβανόταν προφανώς την αναπνοή του), και την μοιράζει σε επιμέρους αδικήματα.

Σε μικρότερες ποινές, που βαραίνουν όχι πια τον ίδιο, αλλά τους άλλους. Ο άνθρωπος που θέτει τέλος στη ζωή του, αναγκάζει τους γύρω του να επιβαρυνθούν με τη δική του καταδίκη. Κι αυτή ακριβώς την καταδίκη είναι νομίζω  που αρνούνται όσοι καταδικάζουν ή κρίνουν αυστηρά την πράξη της αυτοκτονίας.

Το ερώτημα για το κατά πόσον τελικά η αυτοκτονία είναι ή όχι όσο άδικη μοιάζει εκ πρώτης όψεως για τον άμεσο αλλά και έμμεσο περίγυρο του νεκρού, δεν είναι απλό. Ούτε το αν ο "δραπέτης" ξεμπερδεύει πράγματι με τα βάσανα  της ψυχής του ή αν τα μπερδεύει χειρότερα, είναι απλό να απαντηθεί.

Γιατί ο αντίλογος σε όλους τους προηγούμενους ισχυρισμούς, λέει πως δεν υπάρχει πιο τρανή απόδειξη πως ο άνθρωπος που αυτοκτόνησε αφέθηκε από τους άλλους να πεθάνει, γιατί αν είχε βοηθηθεί δε θα έφτανε στο σημείο του να στερηθεί την ίδια του την ύπαρξη, καταφεύγοντας στον θάνατό του.

Η ενοχή άρα που πλανάται γύρω απ' τον περίγυρο του αυτόχειρα δε μοιάζει αναίτια. Γιατί ακόμα και η πιο σκληρή πραγματικότητα μπορεί να ομορφύνει, με λίγο απ' αυτό το μυστήριο πράμα που κανενός οι αισθήσεις δεν αντιλαμβάνονται αλλά που είναι το μόνο μάλλον βάλσαμο για τις ψυχές όλων μας...»

από το προς έκδοση βιβλίο «acting out», σ. 62

copyright Σίσσυ Λοΐζου 2012