Φαίνεται ὁ ἄνεμος
πού ἀκινητεῖ μέ τή μορφή βουνοῦ
κεῖ κατά τά δυτικά.
Κι ἡ θάλασσα
μέ τά φτερά διπλωμένα,
πολύ χαμηλά, κάτω ἀπό τό παράθυρο.
Σοῦ ‘ρχεται νά πετάξεις ψηλά
κι ἀπό κεῖ νά μοιράσεις δωρεάν τήν ψυχή σου.
Ὑστερα νά κατεβεῖς καί, θαρραλέα,
νά καταλάβεις τή θέση στόν τάφο πού σοῦ ἀνήκει.
Οδυσσέας, 1984