12.8.11

η θάλασσα μέσα μου



Οφείλω να παρατηρήσω πως το δικό μου τηλέφωνο λειτουργεί με έναν εντελώς ιδιόρρυθμο τρόπο. Κουδουνίζει βέβαια που και που λόγω υποχρεώσεων, όπως επίσης κουδουνίζει συχνά και για διαφημιστικούς λόγους. Έπειτα όμως μένει σιωπηλό για μέρες. Κι ύστερα, έξαφνα χτυπάει επειδή κάποιος φίλος ή φίλη, απ’ τα βάθη των αιώνων, θυμάται να ζητήσει κάτι. Κι όταν λέω έξαφνα κυριολεκτώ. Αυτό μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή της μέρας ή της νύχτας.

Το τελευταίο διάστημα, για παράδειγμα, δέχθηκα τις εξής ενοχλητικές κλήσεις: ένας παλιός συνάδελφος διέκοψε την απογευματινή μου σιέστα επειδή λέει είχε σχολάσει κι ήταν στα μέρη μου. Όχι, δεν ήθελε να πιούμε καφέ, παρά μόνο ίσως επικουρικά. Χωρίς πολλά λόγια, μου είπε ν’ ανάψω λίγα λεπτά το θερμοσίφωνα, για να περάσει να κάνει ένα ντουσάκι πριν συναντηθεί με την κοπελιά του.

Μες στον ύπνο μου μπερδεύτηκα με αλλοτινές εποχές και δε ρώτησα ποια κοπελιά, αφού αν και πιτσιρικάς ο συγκεκριμένος είναι πλέον παντρεμένος με τρία κουτσούβελα. Οπότε, απλώς υπάκουσα στις διαταγές του και ανέβασα το σωστό διακόπτη στον ηλεκτρικό πίνακα.

Μία άλλη, προσφάτως διαζευγμένη, η οποία από τότε που απαλλάχτηκε απ’ τον καταπιεστικό πρώην σύζυγό της ξαναζεί μια δεύτερη εφηβεία με κοψοχόλιασε στις τέσσερις το πρωί. Προηγουμένως βέβαια τα ’χε «κοπανήσει» και πήρε νυχτιάτικα να μάθει αν τυχόν είχα στο αμάξι μου καλώδια. Είχε ξεμείνει κάπου μετά τη Γλυφάδα από μπαταρία και σκέφτηκε πως μάλλον θα ήμουν η μόνη απ’ τους γνωστούς της που θα ξεκουβαλιόμουνα τέτοια ώρα για να την εξυπηρετήσω.

Φυσικά, το ότι έχω πουλήσει εδώ και μερικά χρόνια το αυτοκίνητο, της διέφυγε τελείως. Όπως ξέχασε και να μου πει νωρίτερα να βγούμε παρέα. Παρ’ όλα αυτά, κάλεσα για χάρη της μία εταιρία οδικής βοήθειας, την έγραψα συνδρομήτρια τηλεφωνικά ενώ ταυτόχρονα χασμουριόμουνα κι έτσι έφτασε σπίτι της σώα και αβλαβής πριν χαράξει. 

Είχα και τρίτο περιστατικό όμως. Αυτός ήταν πιο θρασύς απ’ τους προηγούμενους. «Έλα, σπίτι είσαι;», ήταν η πρώτη ερώτηση. Έκανα το λάθος και είπα την αλήθεια. «Τέλεια, έρχομαι να σου αφήσω τον Brooklin. Πάω στη Τζια για σαββατοκύριακο». Ο Μπρούκλιν βέβαια εν τέλει ταξίδεψε μαζί με τον «μπαμπά» του, γιατί εγώ με το θεόμουρλο κόκερ δεν έμενα ούτε ώρα, όχι ολόκληρο διήμερο.   

Μετά από την τελευταία αυτή κρούση και ιδίως μετά από την απόκρουσή της που πέτυχα ξοδεύοντας πολύτιμα αποθέματα ενέργειας, αποφάσισα να είμαι πιο επιλεκτική όποτε το κινητό μου θα δονούταν στους ρυθμούς του «hippie hippie shake», που έχω διαλέξει για ringtone (τη νευρική διασκευή των Cake έχω, όχι το πλαδαρό πρωτότυπο των Beatles, όλα κι όλα).

Σήμερα όμως, καθώς έψηνα με αισθητή αργοπορία το μεσημεριανό μου, ήμουν τελείως χαλαρή όταν το τηλέφωνο άρχισε να χοροπηδάει. Επίσης, χάρηκα βλέποντας στην οθόνη το όνομα της φίλης που με καλούσε, γιατί είχα πάρα πολύ καιρό να μιλήσω μαζί της. Κι έτσι απάντησα πρόθυμα.

-         «που 'σαι ρε τρελοκαμπέρω;», ρώτησε εκείνη
-         «γεια σου Παγώνα! που να 'μαι; σπίτι, μαγειρεύω», απάντησα στη φίλη μου που βέβαια δεν την λένε Παγώνα
-         «α, τι καλό;», ήταν η ερώτηση-παγίδα
-         «ε να, έχω βάλει στο φούρνο λίγα μπρουσκετάκια»
-         «με ντοματούλα, μοτσαρέλα και τα συναφή;»
-         «ε ναι βρε, κλασικά»
-         «και φρέσκο βασιλικό;»
-         «yeap»
-         «καλά, έρχομαι να τα πούμε από κοντά!»

Οι φίλοι μου το έχουν σε κακό να πουν ένα γεια πριν προχωρήσουν στο κυρίως θέμα. Επίσης, το «έρχομαι» τους είναι τόσο εύκολο, σαν να βρίσκεται μόνιμα κάτω από τη γλώσσα τους, έτοιμο να ξεγλιστρήσει με την πρώτη ευκαιρία. Αλλά, αυτά παθαίνει μια γυναίκα αν μια ζωή αντιμάχεται τους τύπους και ειδικότερα άμα εργάζεται στο σπίτι. Ένα σπίτι άδειο από παιδιά, σκυλιά ή έστω εραστή.

«Ω ω ω...», ήχησα, θέλοντας μετά τις άναρθρες κραυγές μου να συνεχίσω: «όχι μην έρθεις, θα φάω, βλέποντας ταινία και μετά θα κοιμηθώ γιατί πιο μετά έχω ραντεβού». Αλλά σπανίως αρνούμαι την υποδοχή στους αγαπητούς μου εισβολείς, που έτσι κι αλλιώς αραιώνουν δραματικά καθώς περνούν τα χρόνια. Οπότε αρκέστηκα στο να της πω:

-         «ωραία! αλλά θα δούμε ταινία, ok; πρέπει να την επιστρέψω το βράδυ»
-         «τι ταινία;»
-         «η θάλασσα μέσα μου, λέγεται, την έχεις δει;»
-         «όχι, αλλά ακούγεται πολύ καλοκαιρινή», απάντησε χαρούμενα
-         «νομίζεις!», σκέφτηκα αλλά μουρμούρισα απλώς ένα «νννναι…»

Μέχρι να αριβάρει η φιλενάδα μου οι μπρουσκέτες είχαν ψηθεί και τις είχα βγάλει να κρυώσουν. Όσο τις παρακολουθούσα να ροδίζουν σκεφτόμουν πως η συγκεκριμένη κοπέλα με καταεκνευρίζει με το θέμα του φαγητού. Η γυναίκα αυτή είναι μια λίγο νεότερή μου εργένισσα από την επαρχία, που ήρθε στην Αθήνα πριν χρόνια για σπουδές και ουδέποτε επέστρεψε στη γενέτειρά της.

Η ίδια είχε παραδεχτεί παλαιότερα, ενώπιόν μου, πως όποτε ξεμένει από λεφτά, επισκέπτεται φίλους και γνωστούς, όχι για κοινωνικούς λόγους, επειδή δηλαδή τους επιθύμησε, αλλά με στόχο τα φαγώσιμα υπάρχοντά τους. Θυμάμαι προ ετών, μια φορά είχε έρθει εντελώς απροειδοποίητα, χωρίς ούτε καν να τηλεφωνήσει προηγουμένως. Μόλις όμως διαπίστωσε πως φαγητό στην κουζίνα μου… γιοκ, ήπιε τρεις βιαστικές γουλιές απ’ τον καφέ που μόλις της είχα προσφέρει, με φίλησε σταυρωτά και εξαφανίστηκε προς ανεύρεση τροφής.

Μια εποχή δε, που η δουλειά της πήγαινε κατά διαόλου, ήταν πολύ συχνές οι επισκέψεις της, σχεδόν πάντα σε ώρες φαγητού. Ομολογώ όμως πως κι εκείνη μοιραζόταν γενναιόδωρα μαζί μου τα δέματα με τις λιχουδιές που της έστελνε κατά καιρούς η μάνα της απ΄ το χωριό. Θυμάμαι, πηγαίναμε στο ΚΤΕΛ στον Κηφισό, πολύ πιο νέες τότε και οι δύο και παραλαμβάναμε τα πολυαναμενόμενα καλούδια.

Τα οποία μάλιστα συνήθως αποτελειώναμε μέσα στ’ αμάξι, προτού γυρίσουμε στο σπίτι της μιας ή της άλλης, ανάλογα με το που πηγαίναμε μετά. Και πολλές φορές απολαμβάναμε τις αντιδράσεις των άλλων οδηγών που μας κοίταζαν ελαφρώς αηδιασμένοι στα φανάρια, εκείνη να με ταΐζει με τα χέρια κι εμένα μπουκωμένη, με σάλτσες γύρω απ’ το στόμα.

Ένα αγαπημένο παιχνίδι της «Παγώνας» εκείνη την εποχή, ήταν να ψάχνει υποτίθεται παντού μες στο αυτοκίνητο για χαρτομάντιλα και να τα βρίσκει πολύ αργότερα. Σ’ εκείνο το αμάξι πράγματι επικρατούσε το χάος, γιατί τότε ήμουν στην πρώτη νιότη κι ελάχιστα μ’ απασχολούσαν ζητήματα τάξης. Έτσι, κάθε φορά έμενα για ώρα ασκούπιστη και όπως γελούσα σχεδόν πνιγόμουνα, καθώς η φίλη μου με είχε διαρκώς στουμπωμένη με μια καινούργια υπερμεγέθη μπουκιά. 

Πάντα με παραξένευε βέβαια ο τρόπος που εκείνη έτρωγε αλλά και τάιζε καθ’ οδόν. Ήταν σχεδόν βασανιστική. Τα έκανε όλα πολύ γρήγορα και κάπως βίαια, με ένα γέλιο προκατασκευασμένο. Αλλά δεν διαμαρτυρόμουν. Θεωρούσα πως αυτά τα σπιτικά εδέσματα της ανήκαν εξ’ ολοκλήρου κι έτσι συμμορφωνόμουν με τη θέλησή της.

Το πως θα καταναλωνόντουσαν ήταν καθαρά δική της απόφαση. Κι έπειτα, αισθανόμουν τυχερή που ήμουν μέρος αυτής της τελετουργίας. Ήταν ένα είδος τιμής για μένα, άσχετα αν γνώριζα πως είχα συμπεριληφθεί σ’ αυτήν, μόνο και μόνο λόγω του αυτοκινήτου μου, που διευκόλυνε κάθε φορά τη μεταφορά του παραγεμισμένου κιβωτίου.

Πιο πολύ απ’ οτιδήποτε άλλο όμως, μου έκανε εντύπωση η αδιαφορία της φίλης μου για τα περιτυλίγματα των επιμέρους μικροσκοπικών δεμάτων που περιείχε κάθε τέτοιο ταξιδεμένο χαρτόκουτο. Σχεδόν τρόμαζα, όποτε τύχαινε να την παρατηρήσω στο πλάι μου, καθισμένη στο κάθισμα του συνοδηγού να ξεσκίζει τα καλοτυλιγμένα πακετάκια με τις χειρόγραφες ετικετούλες που εξηγούσαν το κάθε περιεχόμενο. Δεν το χωρούσε το μυαλό μου! Ούτε στιγμή δεν τη συγκινούσε που η μανούλα της τη φρόντιζε με όλη της την αγάπη.  Γιατί, αυτές οι ετικέτες δεν είχαν κανέναν πρακτικό λόγο ύπαρξης.

Δε θα μπερδεύαμε δα το «σηροπιαστό κέκ σοκολάτας με ξήσματα πορτοκαλιού» με τα «σαλμαδάκια με χιρινό» ή την «πρασώπιτα». Η αφοσιωμένη μάνα όμως, που σημειωτέον ήταν και έξοχη μαγείρισσα, επέμενε να στολίζει κάθε τι με ένα επεξηγηματικό καρτελάκι, και μάλιστα ζωγράφιζε συνήθως τα χαρτάκια αυτά με το ίδιο στυλό, άλλοτε προσθέτοντας μια γιρλάντα γύρω-γύρω, άλλοτε σκιτσάροντας ένα λουλουδάκι… Κι έτσι έστελνε στην κόρη της όχι μόνο όσα είχε μαγειρέψει με τα χεράκια της ειδικά για ’κείνη, αλλά μαζί και τη σκέψη της και την έννοια της κι όλη της τη μητρική στοργή.

Ούτε που σχολίαζε βέβαια τα λάθη στις λέξεις της μητέρας της η «Παγώνα». Γιατί αυτή η χωριάτισσα μαμά, παρά τις συχνά ξενόφερτες, έκτακτες σπεσιαλιτέ, ήταν τελείως ανορθόγραφη κι αυτό έκανε τα γραψίματά της ακόμα πιο μοναδικά! Σε μία από τις τελευταίες εκείνες «αποστολές» μας στον Κηφισό (έτσι έλεγε τότε η φίλη μου «ετοιμάσου, το βράδυ έχουμε αποστολή!»), ήμουν κάπως πιο ευσυγκίνητη, για λόγους τελείως άσχετους βέβαια με το υπέροχο φαγητό της μαμάς.

Και καθώς την κοιτούσα ν’ αδιαφορεί πλήρως για τις υπέροχες χειροποίητες ετικετούλες και να κατακρεουργεί τα περιτυλίγματα προκειμένου να φτάσει το συντομότερο στο βρώσιμο περιεχόμενο, που ούτε κι αυτό σεβόταν διόλου και μάλλον ούτε που το απολάμβανε τελικά… μου ’ρθε να της πω «μη σκίζεις τις ετικέτες ρε συ, φύλαξέ τις, μια μέρα θα τις βλέπεις και θα θυμάσαι τη μάνα σου». Δε μίλησα όμως. Φοβήθηκα μη θεωρηθώ συναισθηματική.

Το ίδιο ακριβώς φοβόμουν τις μετρημένες φορές που έτυχε να αποχαιρετίσουμε μαζί τους γονείς της φίλης μου στο χωριό. Αυτές τις κοινές μας επισκέψεις δε θα τις ξεχάσω ποτέ. Σε ’κείνο εκεί το πατρικό στην ενδοχώρα, απολάμβανα μια φιλοξενία άνευ προηγουμένου. Μια ζεστασιά πρωτόγνωρη. Ποτέ δε θυμάμαι η μητέρα της φίλης μου να μ’ είχε ξεχωρίσει έστω και μια στιγμή απ’ τα δικά της παιδιά.

Είχα τις ίδιες ακριβώς περιποιήσεις, τις ίδιες συμβουλές, ακόμα και το χάδι της ενώ παίρναμε το πρωινό μας στην κουζίνα. Εμένα μπορεί και να με χάιδευε και περισσότερο, γιατί -σε αντίθεση με τις κόρες της- δε δυσανασχετούσα όποτε μ’ ακουμπούσε. Κι όταν ερχόταν η ώρα να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής, με μεγάλη δυσκολία έκρυβα το βούρκωμα που μου προκαλούσαν τα δικά της δάκρια, απλώς και μόνο για να μη με χαρακτηρίσει η φιλενάδα μου μελοδραματική.    
  
Την ώρα που η επισκέπτριά μου χτυπούσε την πόρτα, οι μπρουσκέτες είχαν ήδη κρυώσει κάπως. Την καλωσόρισα και σέρβιρα αμέσως δυο γενναίες μερίδες γιατί ήταν ήδη αργά. Συμφωνήσαμε να πιούμε μπύρες κι όχι κρασί κι έτσι στρώσαμε μπροστά απ’ τον καναπέ και βάλαμε απ’ ευθείας το DVD να παίξει.  

Η φίλη μου ήρθε, όπως πάντα, κι έκατσε σχεδόν πάνω μου. Εγώ δε συμπαθώ πολύ τα αγγίγματα, εκτός κι αν προέρχονται από κάποιο γοητευτικό αρσενικό. Θα την άφηνα όμως κι αυτή τη φορά να με βαραίνει, μιας και πάνε χρόνια από τότε που κατέληξα πως στριμωχνότανε κοντά μου γιατί αυτό την καθησύχαζε. Αλλά σήμερα είχαμε καύσωνα και ο αναμμένος επί τόση ώρα φούρνος δεν είχε βοηθήσει καθόλου τη θερμοκρασία του σώματός μου.

«Ρε μαλάκα, πήγαινε λίγο πιο ’κει», είπα προσπαθώντας να βολευτώ. Εκείνη γύρισε και με κοίταξε με καταφρόνια. «Κάνει ζέστη! Εσύ δε ζεσταίνεσαι;», αμύνθηκα. «Ας είσαι καλά που απ’ την τσιγκουνιά σου δεν ανάβεις τα κλιματιστικά», απάντησε. «Τώρα τι καταλαβαίνεις; θα φάμε μια μπουκιά φαΐ; Χίλιες φορές σου ’χω εξηγήσει γιατί δεν ανοίγω τον κλιματισμό. Κι έπειτα ο ανεμιστήρας κάνει εξαιρετική δουλειά», είπα εγώ. «Ναι, γι’ αυτό στάζουμε. Άντε γεια μας!», τσούγκρισε το ποτήρι μου με το δικό της κι άρχισε να μου λέει επί τροχάδην τα νέα της.

Μπουκωμένη καθώς ήταν και με τη γνωστή ανικανότητά της να περιγράψει τα γεγονότα στη σωστή χρονική σειρά... δεν καταλάβαινα λέξη απ’ όσα έλεγε. Εν μέρει έφταιγα κι εγώ βέβαια, γιατί την άκουγα προσπαθώντας ταυτόχρονα να πείσω το DVD player να παίξει. Δεν πολυανησύχησα όμως γιατί στα σίγουρα θα έλεγε ξανά την ίδια ακριβώς ιστορία τουλάχιστον μία φορά ακόμα μέχρι που θα ’φευγε. Κι έτσι, αφοσιώθηκα απόλυτα στη ρημαδιασμένη συσκευή που αρνιόταν να συνεργαστεί. Μόνο αραιά και που έλεγα κάτι μηχανικά. «Ναι ε;», «σοβαρώς;», «έλα ρε!»... τέτοια.

Με τα πολλά, η οθόνη της τηλεόρασης φωτίστηκε και εμφανίστηκε το σήμα της Audiovisual. «Για πες, τι θα δούμε;», ρώτησε η συνδαιτυμόνας μου. «Είναι μια ισπανική ταινία, αν και ο σκηνοθέτης είναι Χιλιανός...», απέφυγα να την μπάσω απ’ ευθείας στο θέμα. «Ωχ!», μουρμούρισε. «Μη μου αρχίσεις από τώρα τα «ωχ», κάτσε πρώτα να δεις το στόρι», σκέφτηκα, αλλά είπα μόνο: «άσε μωρέ, θα καταλάβεις στην πορεία».

Στην πρώτη σκηνή, βλέποντας την καλοκαιρινή θάλασσα, τα κύματα που έγλυφαν ζωηρά τη βρεγμένη άμμο και τα πόδια ενός άντρα που άφηναν πίσω τους αποτυπώματα καθώς εκείνος προχωρούσε, η φιλενάδα μου ενθουσιάστηκε. «Εγώ λέω να φάμε κι έπειτα να πάμε στα βραχάκια στη Βουλιαγμένη για μια βουτιά», χαμογέλασε. «Ναι βέβαια, φαγωμένες καθώς θα ’μαστε... θα πρωταγωνιστήσουμε κι εμείς στη δική μας ταινία! Κι έπειτα, φοράς μαγιώ;», είπα εγώ. «Πάντα!», τράβηξε και μου ’δειξε την τιράντα του μπικίνι της.

Αμέσως μετά όμως τινάχτηκε: «δε φαντάζομαι να πνίγεται αυτός εδώ…  γι’ αυτό ρε τη λένε την ταινία “η θάλασσα μέσα μου;”», άρχισε να πλησιάζει στην υπόθεση με τεντωμένα μάτια. «Είσαι καλά παιδί μου; θα καθόμουν να δω μεσημεριάτικα ταινία με πνιγμούς;», είπα να παίξω λιγάκι μαζί της. «Ξέρω ’γω; Με την τρέλα που κουβαλάς εσύ...». «Σκάσε, τρώγε και βλέπε!», διέταξα.

Για λίγο λοιπόν μείναμε σιωπηλές. Πριν περάσουν πέντε λεπτά όμως, ο φακός συνέλαβε τον πρωταγωνιστή, έναν κατάκοιτο πενηντάχρονο άντρα. «Ο θείος γιατί είναι στο κρεβάτι; γρίπη;», χασκογέλασε η φίλη μου. «Ε, περίπου...», είπα εγώ. «Συγνώμη, τι βλέπουμε;», αναφώνησε εκείνη μόλις συνειδητοποίησε πως ο ασθενής ήταν τετραπληγικός. «Ταινία», εξήγησα το προφανές. «Έλα, δε μπορώ, βγάλ’ το!», είπε εκείνη. «Καμιά κωμωδία δεν έχεις;». «Σσσς... κι αυτή κωμωδία είναι», ψιθύρισα, για να κερδίσω χρόνο.

«Δε μοιάζει!», με στραβοκοίταξε. «Να σου θυμίσω αγαπητή μου τη θεία κωμωδία του Δάντη; Για να φτάσει στον παράδεισο τι προηγήθηκε; το καθαρτήριο! κι από που ξεκίνησε; απ’ την κόλαση!», ελίχθηκα. «Α πες έτσι, ’ντάξει τότε...», ειρωνεύτηκε η φίλη μου που καταλαβαίνοντας πως δε θα γλίτωνε εύκολα σιώπησε και συνέχισε να παρακολουθεί. Πλέον, ο επί είκοσι έξι χρόνια τετραπληγικός εξηγούσε σε μία όμορφη συνομήλική του δικηγορίνα, που έπασχε η ίδια από σκλήρυνση κατά πλάκας και που είχε δεχθεί να αναλάβει την υπόθεσή του αφιλοκερδώς, τους λόγους για τους οποίους ζητούσε να του επιτραπεί να θέσει τέλος στη ζωή του.

«Καλέ τι λέει;», έμπηξε μια φωνή η φίλη μου. «Λέει πως κάθε άνθρωπος θα ’πρεπε να είναι ελεύθερος να διαλέγει τη στιγμή της αποχώρησής του, αλλά δεν είναι», είπα σιγά-σιγά. Το βλέμμα της φίλης μου έγινε πραγματικά αστείο κι έτσι συνέχισα: «Όπως δεν είσαι κι εσύ ελεύθερη τώρα να διαλέξεις αν θα δεις την υπόλοιπη ταινία ή όχι. Απλώς θα την υποστείς!», σοβάρεψα απειλητικά. Εκείνη τόσα χρόνια μου επιβάλλεται, όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά επειδή ξέρω πως αυτό την ικανοποιεί κι έτσι την αφήνω. Είχε έρθει όμως η ώρα να υποταχθεί με τη σειρά της.

Τότε κι αυτή, σαν να μην άκουσε καν τι είπα, σήκωσε το πιάτο της από το τραπεζάκι, βούλιαξε στον καναπέ και παρακολούθησε τη συνέχεια μασουλώντας. Κάναμε ώρα μέχρι να ξαναμιλήσουμε. Σηκώθηκε βέβαια τρεις φορές απροειδοποίητα. Μία υποτίθεται για να αφήσει το πιάτο της, μία για να πάει στο μπάνιο και μία για να πάρει από την τσάντα της το κινητό της. Κάθε φορά εγώ σταματούσα αδιαμαρτύρητα την ταινία και πατούσα το «play» μόνο αφού επέστρεφε.

Η φιλενάδα μου μέχρι να τελειώσει το έργο έστειλε τουλάχιστον είκοσι μηνύματα με το κινητό της και πρέπει να έλαβε άλλα τόσα. Παρ’ όλα αυτά, την είδε την ταινία μέχρι τέλους. Την κοίταζα στα κλεφτά που ακόμα κι όταν έγραφε σήκωνε κάθε τόσο τα μάτια για να μη χάσει τη συνέχεια. Μέχρι και τη σκηνή της αυτοκτονίας είδε.

Την ώρα του φινάλε όμως, διαβάζοντας το τελευταίο εισερχόμενο μήνυμά της, αναπήδησε. «Καλά είσαι άρρωστη; και την Τετάρτη πάλι την ίδια ταινία έβλεπες;». Με είχε μαρτυρήσει μια κοινή μας φίλη που μ’ είχε επισκεφτεί προχθές το βράδυ και με πέτυχε ενώ εγώ έψαχνα τη «θάλασσα μέσα μου» για δεύτερη φορά την ίδια βδομάδα.

«Και ζεις τελείως απομονωμένη εδώ πέρα μέσα, με τα πατζούρια κλειστά, ολομόναχη σ’ ένα σκοτεινό σπίτι! Μήπως ν’ ανησυχήσουμε;», κόντευε να γίνει διάγνωση σε βάρος μου. «Θα μπορούσατε πιθανώς να ανησυχήσετε... αν δεν είχα ένα κείμενο είκοσι χιλιάδων λέξεων που πρέπει να ετοιμάσω για το ζήτημα της ευθανασίας», είπα εγώ. Πράγμα που βέβαια είναι αλήθεια, αν και η μέρα που θα το παραδώσω αργεί πολύ να ξημερώσει. «Επίσης, το σπίτι δεν είναι σκοτεινό. Είναι ημιφωτισμένο μ' έναν σχεδόν μαγικό τρόπο. Κοίτα γύρω σου. Δες πόσες λάμψεις κατάλευκου φωτός μπαίνουν απ' τις γρίλιες...».

«Ναι καλά... δε μου λες, για κάνα μπάνιο έχεις πάει όλο το καλοκαίρι;», συνέχισε εκείνη. «Ναι, πήγα μια φορά», απάντησα. «Σήκω, φεύγουμε!», είπε. «Έχω δουλειά ρε», αρνήθηκα να εγκαταλείψω το κρησφύγετό μου. «Η ζωή αγάπη μου δεν είναι μια οθόνη», με αγνόησε και με υποχρέωσε να ακυρώσω το ραντεβού που είχα λίγο αργότερα. Βρεθήκαμε έτσι στα βραχάκια πριν χαθεί ο ήλιος. Εγώ στεκόμουνα σε μια άκρη και χάζευα την απέραντη θάλασσα. Κι εκείνη αφού τακτοποίησε την πετσέτα της, έτρεξε πίσω μου και με μία ιαχή μ’ έσπρωξε με φόρα!

Έπεσα λοιπόν βίαια στο νερό, μαζί βέβαια με τις μπρουσκέτες και τις μπύρες που κολυμπούσαν μέσα στο στομάχι μου. Το φχαριστήθηκα όμως πολύ αυτό το μπάνιο! Η «Παγώνα», που μάλλον δε θα σταματήσει ποτέ να με εκπλήσσει, αντί να με βομβαρδίσει με τις ακατάστατες διηγήσεις της για τις νέες της περιπέτειες, άρχισε μετά από λίγο να σχολιάζει την ταινία. Μου είπε πως της άρεσε πάρα πολύ η μουσική αλλά και η φωτογραφία της. Και πως τη βρήκε συγκινητική, ουσιαστική και βαθιά ανθρώπινη.

Μου μίλησε κάμποση ώρα και μάλιστα δεν παρέλειψε να μ’ ευχαριστήσει που στάθηκα η αφορμή να απολαύσει αυτόν τον «ύμνο στη ζωή!». Έτσι ακριβώς είπε. Η «Παγώνα»! Που δε με είχε ευχαριστήσει ποτέ ξανά για τίποτα! Κι ενώ ολοκλήρωνε τη διθυραμβική κριτική της, εγώ είχα πια ελαφρώς σαστίσει μ’ αυτόν τον ξαφνικό λυρισμό στις διατυπώσεις της. Αλλά κακώς αναστατώθηκα πως επρόκειτο για κάποιο επικίνδυνο συνδυασμό μπύρας, φαγητού και κρύου νερού.

«Ωραίος γκόμενος πάντως αυτός ο Ραμόν στα νιάτα του!», πρόσθεσε στο τέλος κι εμένα επέστρεψε η καρδιά μου από την Κούλουρη. Ξάπλωσε έπειτα το κεφάλι της ανάσκελα πάνω στο νερό. Τη μιμήθηκα αμέσως και μείναμε έτσι να επιπλέουμε, με τα πρόσωπά μας στραμμένα στη δύση. Πριν σκοτεινιάσει όμως σκαρφαλώσαμε και βγήκαμε έξω, λιγάκι ματωμένες βέβαια από τα βράχια, αλλά με ένα απίστευτο αίσθημα ευεξίας. Γιατί, πως να το κάνουμε; Η θάλασσα λυτρώνει την ψυχή. Κάποιες φορές, τουλάχιστον. Ακριβώς όπως κι ο θάνατος.


η θάλασσα που όλοι ονειρευόμαστε
ρώμη
η σκέψη μιας στιγμής
η πτώση
η πρόσκρουση
μια ζωή χωρίς αισθήματα
η θλίψη
ο πόθος του
ο πόθος της
η απεραντοσύνη της φαντασίας
η χαρά
το άγγιγμα
ο έρωτας
η παρηγοριά
η μοναξιά
υποστηρικτές και πολέμιοι της ελεύθερης βούλησης
δημοσιότητα
υδροκυάνιο
φεύγοντας
οδύνη
άφημα
θάνατος
ελευθερία!!!