Ομολογώ πως όταν φτάσαμε στη Μεσογείων, στο ύψος της Κατεχάκη και διαπιστώσαμε πως νούμερο 151 δεν υπήρχε, άρχισα να βρίζω σιωπηλά. «Όχι εδώ, Μαρούσι πρέπει πάτε» είπε ο αλλοδαπός υπάλληλος στο βενζινάδικο εκεί δίπλα. «Ωραία! Και δεν έχω και τον χάρτη μαζί μου...», σκέφτηκα. Και τι να ’λεγα; Να μην πάμε; Δεν τολμούσα! Τρεις μέρες με τσιτσίριζε η άλλη να πάμε στη ρημαδοεκδήλωση για τους επιζώντες από καρκίνο.
Και τι δεν είχα αντιπροτείνει! Τι να πηγαίναμε στα εγκαίνια του μαγαζιού ενός φίλου που θα 'ταν μαζεμένοι διάφοροι γνωστοί, τι να κάναμε spa στο σπίτι, τι να δίναμε τ’ άδεια μπουκάλια στην ανακύκλωση... τίποτα! Είχε μουλαρώσει! Να πάει σώνει και καλά εκεί πέρα να δώσει λέει το παρόν. Κι ύστερα, καλοκαιριάτικα τέτοια εκδήλωση; Άνω ποταμών δηλαδή! Απορώ ποιος το σκέφτηκε.
«Βρε χαζό, δεν είναι να τα θυμάσαι αυτά, να τα ξεχνάς είναι», είχα κάνει το λάθος να ψελλίσω την προηγουμένη. Θηρίο έγινε! Που είναι η μνήμη της αυτή κι αυτά τα βιώματά της και αν δεν πάει αυτή ποια θα πάει... Ok, ok! Λένε πως είναι ταλέντο να ξέρεις να λες το σωστό πράμα τη σωστή ώρα. Μα μεγαλύτερο ταλέντο απ’ το να ξέρεις να σιωπάς όταν αρμόζει, πιστεύω δεν υπάρχει.
Σιώπησα τότε βέβαια, αλλά την ξέρω δα τη μικρή. Δεν έχει αντοχές για τέτοια. Θα ’θελε να ΄χε. Πολύ θα το ’θελε. Στην πράξη όμως αυτά δεν τα μπορεί. Καθώς ετοιμαζόμασταν εκείνο το απόγευμα για τη μεγάλη συνάντηση, είχε πάρει ένα κουτί πάστες, θρονιάστηκε μπροστά στην τηλεόραση και τις καταβρόχθιζε μ’ ένα κουτάλι της σούπας. Μου ’ρθε ν’ αρπάξω τα γλυκά, να τα πετάξω απ’ το παράθυρο!
Για μία ακόμα φορά όμως, έκανα πως δεν έβλεπα. «Ωραία αρχίσαμε!», σκέφτηκα. Κοίταξα το ρολόι αναστενάζοντας. Ήταν μόλις εξήμισι κι έξω έβραζε ο τόπος. «Αφού δεν έχεις τα κουράγια για τέτοιες εμφανίσεις βρε ψυχή μου, τι βασανιζόμαστε;», ψιθύρισα καθώς μουτζούρωνα τα μάτια μου με μαύρο μολύβι. Καιρό είχα να βαφτώ τόσο έντονα. Αν και καλοκαίρι, δεν έδειχνε άσχημο...
Για μία ακόμα φορά όμως, έκανα πως δεν έβλεπα. «Ωραία αρχίσαμε!», σκέφτηκα. Κοίταξα το ρολόι αναστενάζοντας. Ήταν μόλις εξήμισι κι έξω έβραζε ο τόπος. «Αφού δεν έχεις τα κουράγια για τέτοιες εμφανίσεις βρε ψυχή μου, τι βασανιζόμαστε;», ψιθύρισα καθώς μουτζούρωνα τα μάτια μου με μαύρο μολύβι. Καιρό είχα να βαφτώ τόσο έντονα. Αν και καλοκαίρι, δεν έδειχνε άσχημο...
Τελικά, για να βρεις αυτή τη Μεσογείων, που καμία σχέση με τη γνωστή λεωφόρο δεν έχει, πρέπει αφού περάσεις το Μαρούσι, να στρίψεις από την Κηφισίας κάπου δεξιά κι ύστερα από λίγο τη συναντάς. Κι έπειτα πας και πας και πας, και πάνω που αρχίζεις να εκνευρίζεσαι... βλέπεις κόσμο μαζεμένο! «Έλα ρε, σ’ αυτά τα εκπαιδευτήρια ήταν; Άμα το ’ξερα θα ερχόμασταν κατευθείαν, ήξερα να ’ρθω αλλιώς, πιο γρήγορα!», είπα ενώ παρκάραμε.
Κοίταξα γύρω μου. Σα χαρούμενη κηδεία ήταν αυτή η σύναξη. Όχι, μάλλον σαν χαρούμενο μνημόσυνο ήταν. Άνθρωποι διάφοροι, μ' ένα ποτό στο χέρι, στεκόντουσαν στον τεράστιο επιβλητικό κήπο. Ήταν κυρίως μεταξύ σαράντα πέντε και εξήντα ετών κι όλοι τους επίσημα ντυμένοι.
- «Εεε... σίγουρα θες να πάμε;», ρώτησα
Καμία απάντηση. Μόνο ένα βούρκωμα στα μάτια.
- «Έλα τώρα, τι έπαθες;»
- «Πάμε λίγο στην τουαλέτα;»
- «Πάμε όπου θες»
Στο διάδρομο για τις τουαλέτες το βούρκωμα έγινε αναφιλητό. Μα τι συμβαίνει; Έχουν περάσει χρόνια, δεν είναι δυνατόν... είναι; Φυσικά γλυκιά μου, έχεις δίκιο! Το πένθος δεν έχει καθορισμένη ημερομηνία λήξης. Ούτε έναρξης. Συμφωνώ. Απλώς, θα περίμενε κανείς πως όσο περνάει ο χρόνος είναι πιο εύκολο. Όχι;... Όχι, δε σε θυμάμαι σε πένθος. Όχι, ποτέ... Καταλαβαίνω... Ναι, έχεις δίκιο η ζωή η ίδια είναι υπερτιμημένη.
Και στην ποιότητα της ζωής κανείς δε δίνει τη σημασία που της πρέπει. Έτσι είναι. Αρκεί να ζεις, ναι. Γιατί αν δε ζεις πια, φοβίζεις τους υπόλοιπους ή τους στεναχωρείς. Γι’ αυτό. Και επίσης γιατί η αγορά έχει έτσι έναν καταναλωτή λιγότερο. Πως ζεις όμως; ποιος σκοτίζεται; «Τώρα είσαι καλά;», ρωτάνε οι αστοιχείωτοι. Τόσο χαζή ερώτηση! Αν κανείς σκεφτόταν πόσα πράγματα χρειάζεται ένας άνθρωπος για να είναι καλά δε θα τολμούσε να ρωτήσει κάτι τέτοιο έναν επιζώντα του καρκίνου.
Και στην ποιότητα της ζωής κανείς δε δίνει τη σημασία που της πρέπει. Έτσι είναι. Αρκεί να ζεις, ναι. Γιατί αν δε ζεις πια, φοβίζεις τους υπόλοιπους ή τους στεναχωρείς. Γι’ αυτό. Και επίσης γιατί η αγορά έχει έτσι έναν καταναλωτή λιγότερο. Πως ζεις όμως; ποιος σκοτίζεται; «Τώρα είσαι καλά;», ρωτάνε οι αστοιχείωτοι. Τόσο χαζή ερώτηση! Αν κανείς σκεφτόταν πόσα πράγματα χρειάζεται ένας άνθρωπος για να είναι καλά δε θα τολμούσε να ρωτήσει κάτι τέτοιο έναν επιζώντα του καρκίνου.
Φεύγοντας κακήν κακώς από το πολιτιστικό κέντρο του πλούσιου σχολείου που φιλοξενούσε ετούτη την εκδήλωση, το μάτι μου έπεσε στο λογότυπο του διοργανωτή BeSTRONG.ORG.GR. «Να΄ σαι δυνατός!». Σύμφωνα με τη δική τους μετάφραση «μείνει δυνατός». Ο καρκινοπαθής έχει αναμφισβήτητα να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες. Ο επιζώντας του καρκίνου όμως κακώς νομίζει ο κόσμος πως έχει να αντιμετωπίσει λιγότερες.
Όσο ο καιρός περνάει, το κουράγιο και η αισιοδοξία συχνά αποδυναμώνονται. Καμιά φορά, μέχρι που ξεθωριάζουν κιόλας εντελώς. Ιδίως όταν ο επιζών έχει να αντιμετωπίσει παράπλευρες απώλειες και γενικότερα προβλήματα. Φυσικά, ο διοργανωτής είχε διαλέξει το πιο εύστοχο μήνυμα: «μείνε δυνατός!». Θα πρόσθετα: κυρίως, επειδή στον κόσμο αυτό είσαι ολομόναχος.
Όσο ο καιρός περνάει, το κουράγιο και η αισιοδοξία συχνά αποδυναμώνονται. Καμιά φορά, μέχρι που ξεθωριάζουν κιόλας εντελώς. Ιδίως όταν ο επιζών έχει να αντιμετωπίσει παράπλευρες απώλειες και γενικότερα προβλήματα. Φυσικά, ο διοργανωτής είχε διαλέξει το πιο εύστοχο μήνυμα: «μείνε δυνατός!». Θα πρόσθετα: κυρίως, επειδή στον κόσμο αυτό είσαι ολομόναχος.