Tom Farrell, "waiting room" |
Η αλήθεια είναι πως καθυστέρησα κάνα τέταρτο να φύγω απ’ το γραφείο μου. Έγραφα κάτι που «τσούλαγε» καλά εκείνη τη στιγμή και δεν ήθελα να το αφήσω. Διότι, ως γνωστόν, η έμπνευση είναι εντελώς απείθαρχη. Όσο κι αν την επικαλείσαι, έρχεται τελικά μόνο όταν εκείνη το θελήσει. Τι να γίνει όμως; Χωρίς αυτήν το χαρτί παραμένει άγραφο, λευκό. Κι έτσι κι εγώ ανέχομαι αναγκαστικά όλα της τα καπρίτσια και κανονίζω τη ζωή μου σύμφωνα με τις δικές της βουλές.
Καθώς πληκτρολογούσα, ήξερα βέβαια πως κινδύνευα ν’ αργήσω. Και για να σώσω ύστερα την κατάσταση, έτρεχα στους δρόμους σα δαιμονισμένη. Αλλά λόγω του ότι οι αυγουστιάτικες λεωφόροι της πρωτεύουσας είναι όσο ευρύχωρες έδειχναν στις παλιές ασπρόμαυρες ταινίες, έφτασα τελικά στην ώρα μου. Χτυπώντας το κουδούνι του ιατρείου έλεγξα το κινητό μου. Οκτώ νταν! Χάρηκα, γιατί η ασυνέπεια στα ραντεβού είναι κάτι που μισώ θανάσιμα.
Η πόρτα άνοιξε και προχώρησα στην αίθουσα υποδοχής. Στους καναπέδες καθόντουσαν επτά άνθρωποι. Πιο μέσα είδα καθισμένους περίπου άλλους τόσους. Παρά τον κλιματισμό, η ατμόσφαιρα ήταν βαριά.
- «συγνώμη, έχω ραντεβού στις οκτώ», είπα σε μια αγέλαστη πενηντάρα, που προφανώς εκτελούσε χρέη γραμματέως
- «προηγούμενες εξετάσεις έχετε φέρει;», είπε εκείνη κοφτά
Τις της έδωσα και προσπάθησα να τις εξηγήσω τις βασικές πληροφορίες για να τις μεταφέρει στον ειδικό.
- «εδώ έχω…»
- «στον γιατρό θα τα πείτε αυτά, καθίστε», με διέκοψε και απομακρύνθηκε
- «με συγχωρείτε, όλοι αυτοί είναι ασθενείς;», την πρόλαβα πριν εξαφανιστεί στα ενδότερα του ιατρείου
- «ε ασθενείς είναι, κυρία μου!», γύρισε και με αγριοκοίταξε
Έκατσα λοιπόν σα μαλωμένο μαθητούδι σε μια γωνιά, πάνω σε μια άβολη πτυσσόμενη καρέκλα και αποφάσισα να χρονομετρήσω τον επιστήμονα. Θα μπορούσε και να ήταν φαινόμενο ταχύτητας. Ποτέ δεν ξέρεις. Πέρασαν λοιπόν καμιά δεκαριά λεπτά και τότε βγήκε ο ασθενής που ήταν ήδη στο γραφείο του γιατρού την ώρα που εγώ έφτασα. «Άρα, ένα δεκάλεπτο για τον καθένα, το ’χουμε σίγουρο», σκέφτηκα. Κι άρχισα να υπολογίζω: «αν θέλει δέκα λεπτά για κάθε εξέταση, επί... πόσοι άραγε είναι εδώ πέρα μέσα;»
Για να λύσω το κατά τα άλλα απλό αριθμητικό μου πρόβλημα έπρεπε πρώτα να βεβαιωθώ για τον αριθμό των ασθενών που προηγούνταν.
Σηκώθηκα λοιπόν, δήθεν αδιάφορα κι έκανα μια βόλτα στους δύο συνεχόμενους χώρους υποδοχής. Σίγουρα, θα ’χε πιο πολλή πλάκα αν έδειχνα κάθε ένα από τα καθισμένα πρόσωπα με τον δείκτη μου και αν μετρούσα δυνατά, όπως κάνουν στα εκδρομικά πούλμαν για να βεβαιωθούν πως δεν ξέχασαν κανέναν στις εξοχές. Αλλά, προτίμησα να φερθώ κόσμια και προσποιήθηκα πως ήθελα απλώς να δω τα περιοδικά και στα δύο τραπέζια.
«Δεκατρείς... γκαντεμιά!», είπα μέσα μου ενώ επέστρεφα στο ελεεινό κάθισμά μου με λάφυρο ένα περιοδικό για πανάκριβα ρολόγια χειρός, που ουδόλως με ενδιαφέρουν. Συνέχισα έτσι απ’ το σημείο που ήμουν προηγουμένως. «Δεκατρείς επί δέκα, μας κάνει εκατόν τριάντα, δηλαδή δύο ώρες και δέκα λεπτά». «Ω ρε μανούλα!», ψιθύρισα. Παρ’ εκτός κι αν... μερικοί δεν ήταν οι ίδιοι ασθενείς, αλλά συνοδοί ασθενών, οπότε έτσι θα γλιτώναμε χρόνο. «Για κάτσε να τσεκάρω», σκέφτηκα και ξανασηκώθηκα, αφού πρώτα ξεφύλλισα νευρικά το περιοδικό μου.
Για τις εντυπώσεις το έκανα αυτό δηλαδή, όχι για κανέναν άλλο λόγο. Με τα ρολόγια δεν τα πάω καλά, τα θεωρώ εργαλεία αυτο-ψυχαναγκασμού. Αλλά, κάποιοι σίγουρα με περιεργάζονταν εκείνη την ώρα (η συνηθέστερη πρακτική αναμεταξύ ασθενών σε αίθουσες αναμονής ιατρείων) και φαντάζομαι θα τους παραξένευε αν σηκωνόμουν να αλλάξω περιοδικό, χωρίς προηγουμένως να έχω ρίξει ούτε μια ματιά σ’ εκείνο που κρατούσα. Εξεπλάγην με τις τσουχτερές τιμές! Κάτω-κάτω στις ολοσέλιδες ιλουστρασιόν φωτογραφίες των ομολογουμένως κομψών χρονογράφων αναγράφονταν αστρονομικά νούμερα: 5.870 ευρώ, 6.745 ευρώ... «ρε, που έχουμε φτάσει!», μουρμούρισα, κουνώντας το κεφάλι ακριβώς όπως θα έκανε ο μπαμπάς μου.
Αφού τίμησα το DNA μου ως όφειλα, σηκώθηκα και πήρα ένα άλλο περιοδικό, το εξώφυλλο του οποίου επίσης δεν κοίταξα, διότι προσπαθούσα ταυτόχρονα να εντοπίσω ποιος συνοδεύει ποιον. Τζίφος! Καθένας τους διατηρούσε απ’ τον διπλανό του τη λογική απόσταση που κρατάει κάποιος από έναν άγνωστο και κανείς δε μιλούσε με κανένα. Όλοι υπέμεναν σιωπηλά τη μπαρόκ μουσική που μας είχε επιβάλλει ο ντόκτορας. Κατά τα φαινόμενα, ο ιατρός συγκεντρωνόταν καλύτερα ακούγοντας Bach. Εκτός κι αν του ’χαν πει πως η μουσική του συγκεκριμένου συνθέτη γαληνεύει τους ασθενείς κατά την ατέρμονη αναμονή τους πριν την εξέταση. Θα μπορούσα βέβαια να τον διαβεβαιώσω προσωπικά πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Γιατί ενώ στην αρχή είχα πράγματι χαρεί στο μελωδικό άκουσμα της γνωστής σε όλους «άριας στη σολ χορδή», στη συνέχεια ανέχτηκα κάποια βαρύγδουπα πρελούδια, για τα οποία δεν γνωρίζω περισσότερες λεπτομέρειες, ενώ τώρα πια σχεδόν υπέφερα με την περίφημη «φούγκα για εκκλησιαστικό όργανο σε ρε ελάσσονα» που αν τύχει να την ακούσεις βραδάκι καλοκαιριού σε προχώλ ιατρείου, το μόνο που θα θες, με στοίχημα δηλαδή, θα είναι να φουντάρεις από το μπαλκόνι! Λίγο λοιπόν οι ανυπόφορες μουσικές επιλογές του γιατρού, λίγο τα χνώτα στο δροσερό πλην αεροστεγώς κλειστό σαλόνι, λίγο η αναμονή που δεν προβλεπόταν μικρότερη του δίωρου και λίγο η απουσία τη στιγμή εκείνη της αντιπαθούς γραμματέως, με οδήγησαν... στον εξώστη.
Κρατώντας στο ένα χέρι την τσάντα μου και στο άλλο το αγνώστου περιεχομένου περιοδικό, κατευθύνθηκα ακροπατώντας προς τα έξω. Κρύφτηκα επιδέξια πίσω απ’ την κουρτίνα, άνοιξα τη μπαλκονόπορτα με ταχύτητα διαρρήκτη, τη δρασκέλισα και την έκλεισα πίσω μου όσο πιο προσεκτικά μπορούσα. Ψαχούλεψα αμέσως τα υπάρχοντά μου, βρήκα τα τσιγάρα μου, τράβηξα ένα και άρχισα να καπνίζω μακαρίως στο μπαλκόνι του γιατρού, με μόνη παρέα τις εξωτερικές μονάδες από τα κλιματιστικά του. Πάνω σε μία απ’ αυτές άφησα να πέσει το περιοδικό που τόση ώρα κράταγα, για να ελευθερώσω το ένα μου χέρι.
«Τι είν’ αυτό πάλι;», σκέφτηκα βλέποντας το εξώφυλλο. Το περιοδικό που είχα διαλέξει στα τυφλά, ήταν ένα παλιό ξενόγλωσσο τεύχος, με την ονομασία «Modern Drunkard», το οποίο, όπως διαπίστωσα στη συνέχεια, εκτός του ότι ήταν εξειδικευμένο περιοδικό για πότες, με θεματολογία του στυλ «πως να αντιμετωπίσετε το hang-over», «γιατί πίνω» κτλ., είχε σταλεί προσωπικά στον ιατρό, καθότι στο οπισθόφυλλο ήταν κολλημένη μια ξεθωριασμένη ετικέτα με τα στοιχεία του.
Να ΄χε γίνει συνδρομητής από ιατρικό ενδιαφέρον; Μπααα... Να τον είχαν πλευρίσει σε κάποιο συνέδριο στο εξωτερικό και να του το στέλναν με το ζόρι; Απίθανο! Κι αν πάλι ο γιατρός τα ’τσουζε, έτσι θα το ’χε το περιοδικό; παρατημένο στο σαλόνι να το βλέπουν όλοι; Σίγουρη απάντηση δεν είχα, αλλά κάπου εκεί άρχισα να πιστεύω πως ίσως και ν’ άξιζε τελικά η παρατεταμένη αναμονή. Αυτός ο γιατρός μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον.
Σκόπευα λοιπόν να τελειώσω το τσιγάρο μου και να επιστρέψω στο καθιστικό για να ψάξω όλα του τα περιοδικά, σκιαγραφώντας εγκαίρως το ψυχολογικό προφίλ του ανθρώπου που θα γνώριζα σε λίγο.
Καπνίζοντας λοιπόν, χάζευα τους διαβάτες κάτω στο δρόμο και ένα περιστέρι που μάλλον έπασχε από αϋπνίες γιατί αν και αργά αυτό βολτάριζε λίγο πιο πέρα στο μπαλκόνι. Και κάπως έτσι ζούσα στιγμές ευδαιμονίας. Το χαμόγελο όμως που είχε ζωγραφιστεί στα χείλη μου, σκεπτόμενη το καινούργιο μου ανώδυνο παιχνίδι, διακόπηκε βάναυσα από μια διαπεραστική φωνή ακριβώς πίσω απ’ τον ώμο μου.
- «τι κάνετε εδώ;!!!», με κατακεραύνωσε η γραμματέας
- «ηλιοθεραπεία», απάντησα σαν αντίδραση στην τρομάρα που πήρα
- «απαγορεύεται να βρίσκεστε εδώ!», είπε ο Κέρβερος επιτακτικά
- «που το γράφει;», αντιμίλησα
- «ελάτε μέσα!», με διέταξε
- «να ρωτήσω...μας είχατε μετρήσει;», την πείραξα ενώ συμμορφωνόμουν στην εντολή της
- «ανησύχησαν οι κύριοι!», απάντησε ξερά
«Α, ώστε έχουμε και ρουφιάνους στην παρέα!», σκέφτηκα κι ενώ ξανακαθόμουν στη διαολεμένη καρέκλα, είπα δυνατά «οι Γερμανοί είναι φίλοι μας, σωστά;» επίτηδες για να με ακούσουν όλοι και κοίταξα επιθετικά ένα γύρω. Ουδείς ασχολήθηκε με το σχόλιό μου. Μετά από λίγο, θέλησα να ξαναμετρήσω την ομήγυρη, να δω τι πρόοδος είχε σημειωθεί κατά την απουσία μου. Τώρα όμως είχα πια το πάνω χέρι. Αφού με «κάρφωσαν» δεν είχα κι εγώ κανένα λόγο να κρατάω τα προσχήματα. Απλώς σηκώθηκα και τους μέτρησα. «Σκατά!», σκέφτηκα. «Ακόμα δεκατρείς; Τι διάολο κάνει εκεί μέσα ο αλκοολικός γιατρός;».
Για κάποια ώρα ακόμα έκατσα ήσυχη στον προθάλαμο του ιατρείου. Σχετικά ήσυχη, δηλαδή. Σύντομα άρχισα να ψαχουλεύω τα περιοδικά στο μεγάλο τραπέζι, κοντά στο γραφείο της γραμματέως, χωρίς όμως να βρω κάτι ενδιαφέρον. Περιοδικά για γιοτ, άπειρα τεύχη του στείρου «Ιδέες & Λύσεις», μερικά «National Geographic» και λίγα «Κ» που τα εκτιμώ πολύ, αλλά που δεν έχουν να λένε τίποτα απολύτως για αυτόν που τα διαβάζει. Απογοητεύτηκα, αλλά συνέχισα με το άλλο τραπεζάκι, το πιο μικρό, που ήταν στο μέσα δωμάτιο. Εκεί, σύντομα βρέθηκα γονατισμένη στο δάπεδο να βλέπω και να μην πιστεύω!
Πάμπολλα τεύχη του εντύπου για τους μπεκρήδες και όχι μόνο! Στο ράφι κάτω από τη γυάλινη επιφάνεια του επίπλου υπήρχαν αραδιασμένα κάτι περίεργα πράματα. Βρήκα τεύχη από ένα περιοδικό που λεγόταν «Girls and Corpses», που σημαίνει «Κορίτσια και Πτώματα» και από ένα άλλο με τίτλο «A Bear’s Life», που απευθυνόταν σε δασύτριχους άντρες. «Κύριε τον δυνάμεων!», σκέφτηκα. «Ένας γιατρός αλκοολικός, πολύ τριχωτός και επιπλέον... νεκρόφιλος!». Κι έπειτα συλλογίστηκα πως ο άνθρωπος αυτός είχε προφανώς δύο προσωπικότητες. Γιατί τα άλλα μισά περιοδικά του ήταν τελείως συντηρητικά, όπως άλλωστε και η γεροντική διακόσμηση του ιατρείου του, όπως η παλαιολιθική μουσική του, όπως ακριβώς και η θεόξινη βοηθός του.
Τότε ήταν που ενθουσιάστηκα για τα καλά! Ε λοιπόν, θα μπορούσα να περιμένω χρόνια για να τον γνωρίσω αυτόν τον τύπο, μόνο και μόνο για να τον έχω απέναντί μου λίγη ώρα κι ας μου ’λεγε πράγματα αδιάφορα, όπως ας πούμε τι είδους αγωγή θα έπρεπε να ακολουθήσω κατά τη γνώμη του για την υποτιθέμενη χρόνια πάθησή μου. Αλλά, αυτό σε θεωρητικό επίπεδο. Πρακτικά, ποτέ δε μ’ εγκατέλειψε η παιδική μου ανυπομονησία. Εξακολουθώ να ασφυκτιώ το ίδιο πολύ όποτε πρέπει να περιμένω να με δεχθεί ένας γιατρός, όπως τότε που ήμουν παιδί κι οι γονείς μου χρησιμοποιούσαν δεκάδες τεχνάσματα για να με πείσουν να κάτσω καλά, αν και σπανίως τα κατάφερναν.
Τώρα που είμαι πια μεγάλη και κανείς δε θα με πίστευε αν του εκμυστηρευόμουν πως συνεχίζω να υποφέρω από το σύνδρομο «μαμά βαρέθηκα, θέλω να φύγουμε... τωωωώρα!!! πάμε, σε παρακαλωωωώ... μπουχουχουχουχου...», έχω βρει ένα κόλπο για να συντομεύω τις διαδικασίες, όποτε απαιτείται. Το τρυκ μου, στο οποίο με βοηθάει πολύ η σθεναρή φωνή και το κατά περίπτωση συνοφρυωμένο ύφος μου, στηρίζεται εξ’ ολοκλήρου σε λογικά επιχειρήματα. Διότι τι πιο αληθοφανές, από την αγανάκτηση ενός μεσήλικα, ο οποίος αναγκάζεται από έναν επαγγελματία, ανεξαρτήτως ειδίκευσης, να αναμένει πέραν ενός εύλογου χρονικού διαστήματος;
Αυτή ακριβώς τη μέθοδο ομολογώ πως χρησιμοποίησα για να συντρίψω ψυχολογικά την αχώνευτη γραμματέα, μόλις εκείνη με πλησίασε, καθώς εγώ ήμουν στο πάτωμα μπροστά στο τραπεζάκι. Διότι, ενώ είχα απορροφηθεί στα αλλοπρόσαλλα αναγνώσματα του γιατρού, δεν πρόσεξα πως βαθμηδόν κατέληξα κατάχαμα, με την τσάντα μου πεταμένη δίπλα, με τα πόδια ανοιχτά και με έναν ακατάστατο σωρό περιοδικά ανάμεσά τους.
- «επιτέλους, σηκωθείτε από κάτω!», γρύλισε εκείνη
- «θα σηκωθώ μόλις μου πείτε σε πόση ώρα θα δω τον γιατρό», της χίμηξα με τη σειρά μου
- «μα σας παρακαλώ πια!», αγανάκτησε
- «κι εγώ σας παρακαλώ! έρχομαι εδώ ακριβώς στην προκαθορισμένη ώρα του ραντεβού μου για να διαπιστώσω πως προηγούνται δεκατρείς ασθενείς! το βρίσκετε λογικό;», την κοίταξα κατάματα
- «εσείς το βρίσκετε λογικό που είστε η μόνη που διαμαρτύρεστε;», επιχείρησε ένα «σαχ» εναντίον μου
- «καλή προσπάθεια, αλλά για εξηγήστε μου γιατί η επιγραφή σας στην είσοδο της πολυκατοικίας αναφέρει “ο ιατρός δέχεται μόνο κατόπιν ραντεβού”; παρακαλώ, εξηγήστε μου το λόγο ύπαρξης αυτής της διευκρίνησης!», αντεπιτέθηκα
- «είναι η πρώτη φορά που σας τυχαίνει συνωστισμός σε ιατρείο;»
- «δυστυχώς, όχι», παραδέχτηκα κι άρχισα να βάζω τα περιοδικά στη θέση τους «αυτό όμως δε δικαιολογεί ετούτη την αθλιότητα! αν όλοι οι ασθενείς αντιδρούσαν αποχωρώντας, οι γιατροί αυτομάτως θα άλλαζαν τακτική»
- «οι ασθενείς έχουν κατανόηση», ξεροκατάπιε
- «δεν έχουν κατανόηση, απλώς επιδιώκουν την εύνοια του γιατρού και γι’ αυτό δέχονται αδιαμαρτύρητα τους κανόνες που αυτός ορίζει, συντηρώντας έτσι την έπαρσή του στο διηνεκές!», αποκάλυψα την αλήθεια χωρίς καθόλου φόβο αλλά με μπόλικο πάθος
- «στο κάτω-κάτω, συγκεκριμένα από εσάς ο ιατρός δε θα αμειφθεί. έχετε έρθει εδώ με παραπεμπτικό απ’ το ταμείο σας!», είπε η γραμματέας πολύ δυνατά με μάτια που γυάλιζαν και με ένα ύφος εντελώς περιφρονητικό, σαν να είχα εγώ λιγότερα δικαιώματα από τους άλλους ασθενείς, επειδή η επίσκεψή μου θα πληρωνόταν από τον ασφαλιστικό μου φορέα κι όχι από μένα προσωπικά.
Τινάχτηκα όρθια και θα γινότανε μεγάλος σαματάς, αν δεν εμφανιζόταν στη σάλα τη στιγμή εκείνη ο γιατρός, συνοδεύοντας την ασθενή που μόλις έφευγε. Μπορεί και να ΄χε ακούσει τη λογομαχία μου με τη γραμματέα του και ίσως βγήκε για να ελέγξει τι συμβαίνει. Μπορεί όμως να ήρθε και τυχαία, σαν από μηχανής Θεός. Χαμογέλασε σε όλους, χαιρέτησε ευγενικά και ζήτησε από την υπάλληλό του να τον ακολουθήσει. Καθώς τον κοιτούσα να απομακρύνεται με τη στριμμένη κυριούλα, ο θυμός μου εξατμίστηκε!
Αντικαταστάθηκε αστραπιαία από απορία. Αυτός ήταν ο διεστραμμένος γιατρός της φαντασίας μου; Ένας κοντούλης μικροσκοπικός κύριος κοντά εβδομήντα ετών; Μα καλά, σε τι ηλικία συνταξιοδοτούνται οι γιατροί; Και που ήταν ο θηριώδης, δασύτριχος, αλκοολικός τύπος με τα άσχημα γούστα; Τούτος ’δω είχε αραιά άσπρα μαλλιά, φίνους τρόπους, εγκάρδιο χαμόγελο και πεντακάθαρο βλέμμα. Έκπληκτη καθώς ήμουν, περίμενα τη γραμματέα του να επανεμφανιστεί κι ύστερα της ανακοίνωσα με μετρημένες κουβέντες πως θα πήγαινα μια βόλτα και θα επέστρεφα λίγο αργότερα. Έτσι κι αλλιώς, η σειρά μου αργούσε πολύ ακόμα.
Σε άλλη περίπτωση θα είχα σηκωθεί και θα ’χα φύγει. Απεχθάνομαι τους ανθρώπους που θεωρούν πως αξίζουν περισσότερο από τους υπόλοιπους επειδή στη νιότη τους έτυχε να ξεμείνουν λίγο παραπάνω στα θρανία και εξ’ αιτίας αυτού φέρονται ύστερα στους άλλους με ασέβεια! Αλλά θα ’σκαγα αν δεν μάθαινα τι στην ευχή γύρευαν αυτά τα μυστήρια περιοδικά σ’ εκείνο το ιατρείο. Έτσι, αφού έκανα μια τεράστια βόλτα κι αφού κάπνισα μισό πακέτο τσιγάρα, επέστρεψα και πάλι στο αφιλόξενο γραφείο.
Πλησίαζε πια η ώρα να ξεμοναχιάσω τον γηραιό κύριο και να μάθω επιτέλους τι συνέβαινε. Και αυτή η προοπτική με όπλισε με αρκετή υπομονή. Απλώθηκα λοιπόν στον καναπέ που είχε πια αδειάσει και μάλιστα άκουσα και το υπόλοιπο CD του Bach (ναι, έπαιζε για δεύτερη φορά η ίδια μουσική!), παρότι θα μπορούσα κάλλιστα να αμυνθώ, επιστρατεύοντας το mp-3 μου.
Η γραμματέας ήρθε κοντά μου. Δεν ξέρω αν εκτελούσε εντολές του εργοδότη της, ή αν θεώρησε η ίδια πρέπον να αποκατασταθούν οι σχέσεις μας προτού βρεθώ στο εξεταστήριο, πάντως μου είπε ευγενικά: «Να σας προσφέρω κάτι να πιείτε;». «Α, μάλλον όλοι εδώ πέρα μέσα έχουν δύο προσωπικότητες», σκέφτηκα και είπα χαμογελώντας «ένα ποτήρι κρύο νερό θα το έπινα ευχαρίστως». Το παρ’ ολίγον θύμα μου, επέστρεψε μετά από τρία λεπτά μ’ ένα καλοσερβιρισμένο νερό. Σε φαρδύ ποτήρι, όπως μ’ αρέσει και με κάμποσα μεγάλα παγάκια να κολυμπάνε μέσα του. Ευχαρίστησα γενναιόδωρα και το ήπια στην υγειά της. Αυτό φυσικά σήμαινε συμφιλίωση.
Αλλά, η γραμματέας πήγαινε γυρεύοντας. «Σε όλους τυχαίνουν άσχημες μέρες... θα είχατε τα νεύρα σας σήμερα...», παρατήρησε μ’ ένα ηλίθιο βλέμμα που γαργάλισε κάθε κύτταρο του εγκεφάλου μου. Αποτελείωσα κι εγώ το νερό μου, απομάκρυνα αργά το ποτήρι απ’ το στόμα μου και είπα ήσυχα και χαμογελαστά «ε, βέβαια έχω προβλήματα με τα νεύρα μου, αλλιώς γιατί βρίσκομαι σε ιατρείο νευρολόγου;». Το χαμόγελο σβήστηκε τότε απ’ το πρόσωπό της. «Ο κύριος Θεοδώρου δεν είναι νευρολόγος», είπε ξέπνοα. «Πως; και τι είναι;», ρώτησα δήθεν έκπληκτη. «Ωτορινολαρυγγολόγος», απάντησε σαστισμένη, αλλά την ίδια στιγμή το πνιχτό γελάκι της κυρίας που καθόταν απέναντι, την έσωσε από τη συνέχεια που της ετοίμαζα.
Έτσι, επέστρεψε ηττημένη στο γραφείο της και δεν ξαναασχολήθηκε μαζί μου. Δεν ξέμεινα όμως από συνομιλητή. Μου έπιασε αμέσως την κουβέντα η κυρία που ακόμα χασκογελούσε, την οποία θα εξέταζε ο γιατρός προτού παραλάβει εμένα. Ήταν μια γυναίκα πολύ περιποιημένη, μεγάλης ηλικίας. Βρισκόταν στο περίεργο ιατρείο πριν εμφανιστώ εγώ κι έτσι είχε παρακολουθήσει όλα όσα είχαν προηγηθεί. «Δίκιο έχεις!», μου είπε συνωμοτικά. «Οι γιατροί θεωρούν πως ο δικός μας χρόνος αξίζει λιγότερο απ’ τον δικό τους κι ας τους χρυσοπληρώνουμε για να μας δουν». «Δίκιο έχω, το ξέρω, αλλά γιατί ψιθυρίζετε; αυτά πρέπει να τα βροντοφωνάζουμε, αλλιώς δε θ’ αλλάξει ποτέ τίποτα», απάντησα.
«Ε παιδί μου, εμείς είμαστε μεγάλοι πια, έτσι έχουμε μάθει... εσείς οι νέοι πρέπει ν’ αγωνιστείτε για να διορθώσετε τα κακώς κείμενα», είπε τρυφερά. Ούτε θυμάμαι πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που κάποιος με αποκάλεσε «νέα». Μ’ άρεσε ο τρόπος της κυρίας αυτής, εξίσου με το σουλούπι της. Έτσι κι αλλιώς έχω μια μικρή αδυναμία στους ηλικιωμένους, ίσως ακριβώς επειδή σε σχέση μ’ αυτούς εγώ θεωρούμαι ακόμα νέα. Οπότε δε συνέχισα την κάπως στενάχωρη κουβέντα για τους υπερόπτες γιατρούς, απλώς της χάρισα το πιο γλυκό μου χαμόγελο και άλλαξα θέμα.
Λίγο αργότερα βρέθηκα επιτέλους πια στην πολυθρόνα απέναντι απ’ τον αμφιλεγόμενο γιατρό. Είδε τις παλιές μου εξετάσεις, ταλαιπώρησε κάμποσο τη μύτη μου, είπε διάφορα εύστοχα πράγματα και στο τέλος με συμβούλευσε να εγκαταλείψω την ολέθρια συνήθεια του καπνίσματος. Μένοντας μαζί του περισσότερο από ένα τέταρτο της ώρας, επιβεβαίωσα την αρχική μου εντύπωση. Ο γιατρός ήταν ένας προσιτός, ανεπιτήδευτος και ευχάριστος άνθρωπος. Παρ’ όλα αυτά, δε θα μου γλίτωνε! Όταν πια ήρθε η ώρα να φύγω, του είπα:
- «δε μου λέτε γιατρέ, να σας ρωτήσω και κάτι άλλο... το... αυτό... εννοώ... τα περιοδικά που έχετε έξω, έτσι... πως κι έτσι; δηλαδή, θέλω να πω...»
- «α, τα αμερικάνικα περιοδικά λέτε;», χαμογέλασε ο συμπαθής γιατρός
- «ναι»
- «μου τα στέλνει ο γιος μου»
- «ααα, ο γιος σας... και γιατί σας τα στέλνει; συγνώμη κιόλας για την αδιακρισία...»
- «δεν πειράζει... ο γιος μου ζει στη Ν. Υόρκη. έχει σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων και διευθύνει τον όμιλο που εκδίδει αυτά τα περιοδικά»
- «τι λέτε...»
- «σας παραξένεψαν;
- «ναι, όχι! δηλαδή είναι πρωτότυπα...»
- «συγκαταλέγονται στα πιο περίεργα περιοδικά που κυκλοφορούν σ’ όλο τον κόσμο», είπε πρόσχαρα ο περήφανος πατέρας
- «μοναχογιός είναι;», μάντεψα σωστά
- «ναι, μοναχογιός», είπε σιγανά και μου επέστρεψε τον φάκελό μου
- «σας λείπει;», έξυσα την πληγή καθώς σηκωνόμουν
- «πολύ!», απάντησε και μ’ άφησε για ένα λεπτό να δω τη θλίψη
Κι έτσι τελικά δεν του 'πα όσα σκόπευα, για την κακή του οργάνωση που κόστιζε σ' ένα πλήθος κόσμου εξοργιστικά πολύ χρόνο και τα λοιπά και τα λοιπά. Αλλά δε μπόρεσα. Γιατί αυτός ο γιατρός δε σκάμπαζε από υπεροψία. Μάλλον απλώς "έτσι είχε μάθει", που θα 'λεγε και η προηγούμενη ασθενής του.