είναι κάτι μορφές παράξενες
που μαρτυρούν το φόβο καθώς τον γεννούν
σαν καρνάβαλοι μοιάζουν επί ξύλου κρεμάμενοι
τοτέμ απαράλλαχτα σ' ολόκληρη τη γη
ταπεινά, αυτοσχέδια γλυπτά της ανάγκης
δημιουργήματα της λαϊκής φαντασίας
απλοϊκά κατασκευάσματα σοφών χωρικών
ντυμένα με αποφόρια και παλιόρουχα
περιβολάρηδες, άγρυπνοι προστάτες
των καρπών από τ' αχόρταγα πτηνά
μουγκά ομοιώματα, βυθισμένα στη σιωπή
παλιά, παμπάλαια όσο και οι άνθρωποι
αμίλητοι αγροφύλακες
ακούνητες, γραφικές φιγούρες
τ’ αεράκι μόνο που χαρίζει κάποτε
μια ελάχιστη κίνηση στα κουρέλια τους
ίσα για να τρομάζουν τα παιδιά
που εύκολα μπορούν να επιμείνουν
«το σκιάχτρο πέρα στο χωράφι...
ξαφνικά ζωντάνεψε, πατέρα!»
κι όταν ο αέρας αγριεύει
αυτά που είναι όλο-όλο ένα πουκάμισο
σ’ ένα ξύλο, μπηγμένο στη γη
γίνονται οι πιο εξαίσιοι χορευτές
πακτωμένα σε αμπέλια και σπαρτά
ακίνητα, με τεταμένα χέρια
σα νεκροί Χριστοί πάνω στο σταυρό
υπηρετούν τον ίδιο σκοπό, όλο το καλοκαίρι
κατάμονα στο λιοπύρι, κάτω από τ’ αστέρια
από την άνοιξη ήδη, πριν δέσουν οι καρποί
μέχρι τα μισά του φθινοπώρου
που έχουν πια ξεθωριάσει ολότελα
κι αφού παύσει η συγκομιδή
κουτσουλημένα από πουλιά ατρόμητα
σπασμένα ίσως εδώ και’ κει απ’ τον αγέρα
ξεριζώνονται και τιμωρούνται στην πυρά
τα παιδιά πηδούν πάνω απ’ τις φωτιές
όλοι χορεύουν, τραγουδούν, τρώνε και πίνουν
γλεντώντας που όλα πήγαν κατ’ ευχήν με τη σοδειά
και μόνο εκείνα, ως αθώα, θανατώνονται στις φλόγες