Αλλάζοντας σήμερα το φόντο σε τούτο το ιστολόγιο διάλεξα το μπλε που βλέπετε γύρω-γύρω.
Κι ομολογώ προβληματίστηκα γιατί άραγε το blog μου να φοράει άξαφνα τα χρώματα της ελληνικής σημαίας. Μέχρι που πριν λίγη ώρα συνειδητοποίησα ξαφνικά πως αυτό το μπλε δεν είναι το μπλε της σημαίας αλλά το μπλε της σχολικής ποδιάς μου.
Με την οποία είχα μία σχέση σχεδόν ερωτική.
Τι σου είναι το μυαλό, όμως, ε;
Η ιστορία με αυτή την ποδιά, έχει ως εξής:
Το Σεπτέμβριο του 1980 ήμουν οκτώ ετών.
Σε λίγες μέρες θ’ άρχιζε πάλι το σχολείο κι εγώ θα ήμουν πια μαθήτρια της τετάρτης δημοτικού, γιατί με είχαν στείλει νωρίτερα απ’ την ώρα μου σχολείο και κέρδιζα χρονιά.
Ένα απόγευμα τότε με είχε πάρει ο μπαμπάς μου απ’ το χέρι κι είχαμε πάει βόλτα στο ΜΙΝΙΟΝ, δε θυμάμαι για ποιο λόγο.
Θυμάμαι όμως πως εκεί το μάτι μου έπεσε πάνω σε μία καταπληκτική σχολική ποδιά.
Τότε ακόμα φορούσαμε ποδιές.
Κι εγώ απ’ το νηπιαγωγείο ήδη φορούσα τις ποδιές που μου ’ραβε κάθε χρόνο η μαμά μου στη ραπτομηχανή της.
Από σκούρο μπλε σκληρό βαμβακερό ύφασμα, έφταναν λίγο κάτω από το γόνατο, είχαν κουμπιά μπροστά και μια λεπτή λωρίδα υφάσματος στη μέση που ’δενε πίσω σε φιόγκο και που άνοιγε κάτω σα φουρό και που με πάχαιναν κι έδειχνα χάλια!
Πιο πολύ απ’ όλα με πείραζε αυτός ο φιόγκος στη μέση.
Αλλά ούτε με τα στρογγυλά κολλαριστά λευκά γιακαδάκια, που άρεσαν στη μαμά μου, τα πήγαινα καλά.
Στο ΜΙΝΙΟΝ λοιπόν, τρεις μήνες πριν τη μεγάλη πυρκαγιά που το κατέστρεψε ολοσχερώς, είδα τ’ απόγευμα εκείνο, φορεμένη σε μια κούκλα, μια ποδιά ονειρεμένη!
Σε ίσια γραμμή, μακριά μέχρι τα μισά της γάμπας, από απαλή λεπτή ποπλίνα, σ’ ένα μπλε ζεστό καθόλου σκούρο χρώμα, με φερμουάρ κι όχι κουμπιά, χωρίς καμιά απολύτως χαζή ζώνη, παρά μόνο με μια διακριτική σουρίτσα στη μέση, με δύο τέλεια τρίγωνα για γιακά, με τρεις θηκούλες αριστερά στο στήθος για στυλό και με μια ξενική λέξη γραμμένη με μικρά γραμματάκια στα δεξιά: tseklenis.
Μια λέξη που δεν ήξερα τι σήμαινε αλλά που ήταν κεντημένη καλλιγραφικά με χρυσαφιά κλωστή. Σαν κόσμημα πάνω στην εξαιρετική αυτή μεγαλίστικη ποδιά.
Ζήτησα ευθύς στον μπαμπά μου να μου την πάρει.
Εκείνος αποκρίθηκε πως ποδιές είχα ήδη.
Εγώ όμως τον κοίταξα ίσια στα μάτια κι είπα με θάρρος ότι δεν ήθελα άλλο τις ποδιές της μαμάς και πως ήθελα να φοράω αυτή εκεί την ποδιά και καμιά άλλη.
Δε θυμάμαι, βέβαια, ακριβώς τι του είπα.
Ούτε τι είπε εκείνος. Ούτε τι είπε η μαμά μετά στο σπίτι.
Θυμάμαι όμως πολύ καλά την απερίγραπτη χαρά μου όταν μετά από λίγες μέρες πήγα στον αγιασμό πολύ κομψή, μέσα στην καινούργια μου ποδιά.
Ήταν βέβαια αρκετά μεγαλύτερη από το κανονικό μου νούμερο, γιατί έτσι επέμενε ο μπαμπάς που προφανώς ήθελε να ξενοιάσει δυο τρία χρόνια από το θέμα «ποδιά».
Παρ’ όλα αυτά, περπατούσα στο δρόμο για το σχολείο κι αισθανόμουν πως φορούσα στολή αεροσυνοδού!
Με το δίκιο μου φυσικά, γιατί η άγνωστη τότε εκείνη λέξη δεν ήταν παρά η υπογραφή του μεγάλου Έλληνα σχεδιαστή μόδας, Γιάννη Τσεκλένη.
Ο μπαμπάς μου, που ήταν ένας απλός υπάλληλος, πρέπει να είχε δώσει πολλά λεφτά για την εποχή, ώστε να κάνω εγώ το κομμάτι μου.
Μια γομολάστιχα κόστιζε τότε 5 δραχμές κι ένα 50φυλλο τετράδιο 30 δραχμές.
Όχι, δεν έχω μνήμη ελέφαντα, απλώς μόλις διάβασα ένα σχετικό άρθρο της εποχής, γραμμένο από τον Νίκο Μπάτση και δημοσιευμένο στο «Βήμα». Στο οποίο έγραφε πως η πιο ακριβή κοριτσίστικη ποδιά του Τσεκλένη στοίχιζε τότε 970 δραχμές.
Ένα χιλιάρικο εν έτει 1980 πρέπει να ήταν μεγάλο ποσό.
Αλλά δεν ήμουν απαιτητικό παιδί, ίσως αυτή να ήταν και η πρώτη φορά που ζητούσα κάτι, οπότε ο μπαμπάς, μου το ’κανε το χατίρι.
Δυο χρόνια αργότερα, βέβαια, ο θεσμός της σχολικής ποδιάς καταργήθηκε. Κι έτσι, ποτέ δεν κατόρθωσε η ποδιά να ταιριάξει με το νούμερό μου. Αλλά δεν πειράζει, έστω κι αν έπλεα μέσα της, εγώ τη χάρηκα πολύ!
Ήμουν, θυμάμαι, δυστυχής τις χειμωνιάτικες μέρες που η ποδιά δεν είχε προλάβει να στεγνώσει κι αναγκαζόμουν να φορέσω μια απ’ τις χειροποίητες ποδιές της μαμάς.
Αυτό το κείμενο, όπως είπα, ξεκίνησα να το γράφω με αφορμή το χρώμα που διάλεξα σήμερα για το καινούργιο φόντο αυτού του blog.
Στην πορεία όμως ανακάλυψα πως η ελληνική κυβέρνηση κατήργησε τη σχολική ποδιά σαν σήμερα. Ακριβώς πριν 29 χρόνια.
Στις 6 Φεβρουαρίου του 1982.
Στις 6 Φεβρουαρίου του 1982.
Σαν σήμερα που εγώ αποζήτησα το χρώμα της για λόγους που ούτε η ψυχανάλυση δε θα μπορούσε να εξηγήσει.
Κοίτα να δεις!