24.11.11

Σεμίραμις



Θα ’μουν δε θα ’μουν έξι χρονών εκείνο το καλοκαίρι. Ήταν απομεσήμερο, έκανε πολλή ζέστη κι εγώ αρνιόμουνα να κοιμηθώ και να αφήσω λίγο τη μάνα μου να ησυχάσει από την ακατάπαυστη κινητικότητά μου. Τι να ’κανε κι αυτή; Μ’ άφησε να περιφέρομαι μέσα στο σπίτι. Αλλά για να απαλλαγεί έστω και προς στιγμήν από τη ζωηράδα μου, βγήκε στον κήπο κι άρχισε, ντάλα ήλιο, να σκουπίζει τα πεσμένα φύλλα.

Κι ύστερα την είδα απ’ το παράθυρο που πήρε έναν κουβά και μια πατσαβούρα πιασμένη σ’ ένα κοντάρι και σφουγγάρισε τα πλακάκια της αυλής με μεγάλη προσοχή. Μετά μπήκε στην κουζίνα και αφοσιώθηκε στο πλύσιμο των πιάτων. Η μητέρα μου πρέπει να έπασχε από τελειομανία. Γιατί, όλες της τις δουλειές τις έκανε τόσο σχολαστικά και με τέτοια λεπτομέρεια, που θα ’λεγε κανείς πως περίμενε ανά πάσα στιγμή να καταφθάσει ο πιο αυστηρός επιθεωρητής.

Εγώ, θέλοντας την προσοχή της, πήγα ακροπατώντας πίσω της και έλυσα το φιόγκο της κορδέλας που συγκρατούσε στο ύψος της μέσης της τη θαλασσί ποδιά, που η ίδια είχε ράψει. Εκείνη όμως καθόλου δε χάρηκε με το αστείο μου. «Ωχ, άσε με παιδί μου!», αγανάκτησε. Κι έτσι κι εγώ, βγήκα στον κήπο. Ήταν άλλωστε η κατάλληλη ώρα για το πιο δημιουργικό παιχνίδι της ημέρας. 

Όλα τα δέντρα μας μου πρόσφεραν βέβαια ατέλειωτες ευκαιρίες διασκέδασης, αλλά ένα ήταν το αγαπημένο μου εκείνες τις μέρες. Αυτό που βρισκόταν στην άκρη του κήπου, πλάι στη μάντρα και πολύ κοντά στο διπλανό σπίτι. Μια ψηλή τζανεριά, με λεπτεπίλεπτα ανοιχτόχρωμα φυλλαράκια, που τους θερινούς μήνες ήταν πάντα φίσκα στα τζάνερα. Σε όλα τα μεγέθη και σε διάφορες αποχρώσεις, από σκούρο μπορντώ μέχρι πορτοκαλορόζ. Μερικά ήταν χυμώδη και κάποια πιο τραγανά. Άλλα ολόγλυκα κι άλλα πιο ξινά.  Όλα μας όμως τα τζάνερα ήταν πεντανόστιμα!

Κάποιο άλλο παιδί ίσως να χαιρόταν το μεγάλο αυτό δέντρο σκαρφαλώνοντας στα κλαδιά του για να γευτεί τους ζουμερούς καρπούς. Εγώ ανέβαινα βέβαια στ’ άλλα δέντρα και συχνά τσακιζόμουνα κιόλας, αλλά με τη τζανεριά δεν ήταν αυτή η απόλαυσή μου. Σκυμμένη θα μ’ έβλεπε κανείς εκείνο το απόγευμα, κάτω απ’ το δέντρο. Γιατί στη σκιά του ήταν πεσμένα πάμπολλα τζάνερα. Και μάλιστα αυτά ήταν τα πιο γινωμένα, και βέβαια τα μεγαλύτερα, τα πιο μαυριδερά και τα πιο νερουλά απ’ όλα.

Η δουλειά μου δεν ήταν εύκολη. Έδινα μάχη κανονική για να συλλέξω τα τζάνερα που ήθελα απ’ το χώμα. Γιατί εκτός από μένα, τα ζαχαρένια αυτά φρουτάκια, τα επιβουλεύονταν και ολόκληρα σμήνη από μύγες κι από σφήκες. Η μαμά μου διαρκώς γκρίνιαζε στον μπαμπά μου πως αυτή η τζανεριά βρώμιζε τον τόπο, αλλά εκείνος δεν έδινε σημασία. Μέχρι που, χρόνια αργότερα, ένας χιονιάς την έκαψε κι έτσι αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να κόψει τον κορμό της ως τη ρίζα.

Τα έντομα που ήταν πάντα μαζεμένα στο έδαφος γύρω από τα τζάνερα, δεν ήταν μόνο ιπτάμενα. Ήταν επίσης και μερμήγκια δύο ειδών. Μεγάλα και μικρά. Που συχνά βέβαια κατέληγαν από τα τζάνερα να περπατάνε πάνω στα μπράτσα μου.  Εγώ, αν και κοντούλα τότε, θα μπορούσα αν ήθελα να κόβω φρέσκα τζάνερα από τα χαμηλά κλαδιά που έφταναν μόλις μισό μέτρο πάνω απ’ το κεφάλι μου. Αλλά, τα τζάνερα για μένα δεν πρόσφεραν χαρά στον ουρανίσκο. Άλλο ήταν εμένα το παιχνίδι μου.

Παρά το νεαρόν της ηλικίας μου, είχα παρατηρήσει κι ήξερα πια πως ο γείτονας, του οποίου το μπάνιο βρισκόταν λίγα μόλις μέτρα μακριά απ’ τη τζανεριά, έφευγε νωρίς κάθε απόγευμα απ’ το σπίτι του. Κάπου πήγαινε καθημερινά, αλλά εμένα ποτέ δε με απασχόλησε το που. Μου αρκούσε που έφευγε. Πριν φύγει δε, πλενότανε κι έπειτα άνοιγε το παραθυράκι του μπάνιου και τ’ άφηνε ανοιχτό μέχρι που γύρναγε πολύ αργότερα. Τη διαρρύθμιση του μπάνιου του εγώ φυσικά δεν τη γνώριζα. Το μόνο που έβλεπα ήταν μερικά γαλάζια πλακάκια.

Ούτε τον γείτονα τον ήξερα, παρά μόνο εξ’ όψεως. Μπορεί να μην είχαμε μιλήσει και ποτέ. Και τη φυσιογνωμία του όμως, ελάχιστα την είχα στο μυαλό μου. Παιδιά δεν είχε κι έτσι αυτός ο μοναχικός μεσήλικας θα μου ήταν τελείως αδιάφορος, αν δε με τσίγκλαγε τόσο πολύ το στενόμακρο παράθυρό του, που άνοιγε καθημερινά σηματοδοτώντας την αναχώρησή του.

Εκείνο το απόγευμα δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που θα καταπιανόμουνα με το ξένο παράθυρο. Ήταν το πέμπτο ή έκτο απόγευμα κατά σειρά, που θα έκανα ακριβώς τις ίδιες κινήσεις. Κατά πρώτον, γέμιζα τις χούφτες μου με τζάνερα που μάζευα από κάτω. Τζάνερα λερωμένα με χώματα, με ξεσκισμένη φλούδα και με μια σάρκα παραμορφωμένη μετά την πτώση απ’ τα ψηλά κλαριά.    

Και επειδή τα χεράκια μου ήταν ακόμα μικροσκοπικά και δε χωρούσαν πολλά τζάνερα, στοίβαζα μπρος στα πόδια μου κάμποσα ακόμα από κείνα τα μπαλάκια, τα πλημμυρισμένα στο αίμα από την πρόσφατη αυτοκτονία τους. Σαν τώρα θυμάμαι τα ζουμιά τους να στάζουν ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά μου, που ύστερα από λίγο κολλούσαν κι ήταν μια σκέτη αηδία.

Τα εφόδιά μου εννοείται πως δεν τα ’βαζα όπου κι όπου. Τα έστηνα ακριβώς στο σημείο βολής. Στεκόμουνα λοιπόν με τα ποδαράκια μου μισάνοιχτα σε στάση μάχης και εκσφενδόνιζα ένα-ένα τα τζάνερα με όλη μου τη δύναμη, προσπαθώντας να τα στείλω μέσα... στο μπάνιο του χριστιανού που έμενε δίπλα!

Δεν τα κατάφερνα όμως πάντα. Συνήθως τα τζάνερα κατέληγαν στον εξωτερικό τοίχο του σπιτιού του. Σπανίως πετύχαινα το στόχο μου. Παρ’ όλα αυτά θαύμαζα τους σκουροκόκκινους λεκέδες πάνω στον άσπρο τοίχο (που οι γονείς μου δεν είχαν προσέξει, γιατί τους έκρυβε το πυκνό φύλλωμα της λεμονιάς μας). Και είναι ίσως περιττό να εξηγήσω πως φούσκωνα από υπερηφάνεια όποτε κάποιο από τα «πυρομαχικά» μου «ανατιναζόταν» μέσα στο λουτρό του ανυποψίαστου γείτονα.

Αυτό ακριβώς ξεκίνησα να κάνω εκείνο το απόγευμα. Το παράθυρο ήταν ήδη ανοιχτό. Μάζεψα λοιπόν προσεκτικά τα πιο μεγάλα και πιο ώριμα απ’ τα πεσμένα φρούτα και άρχισα τον βομβαρδισμό. Μετά μάλιστα την εξάσκηση των προηγούμενων ημερών, πήγαινα πάρα πολύ καλά. Τέσσερα, ίσως και πέντε από τα τζάνερα που πέταξα είχαν ήδη καταλήξει στο εσωτερικό του γειτονικού σπιτιού.

Ήμουν καταχαρούμενη με την πρόοδό μου και πλήρως απορροφημένη στο έργο μου. Το μόνο άλλο που πρόσεχα ήταν μην τυχόν ξαφνικά έβγαινε η μαμά μου στον κήπο. Κι ενώ λοιπόν σημείωνα ρεκόρ ευστοχίας, συνέβη κάτι αναπάντεχο! Άναψε το φως στο μπάνιο του γείτονα! Κέρωσα! Γύρισε; Μα πως; Αυτός πάντοτε αργούσε να επιστρέψει. Αν και απόρησα, δεν είχα χρόνο να κάτσω να προβληματιστώ περισσότερο. Η στιγμή απαιτούσε άτακτη οπισθοχώρηση!!!

Δεν πρόλαβα όμως. Σαν να ’ταν κουρδισμένοι γείτονας και μαμά, εμφανίστηκαν ταυτόχρονα, ο ένας στο αιματοβαμμένο παράθυρό του κι η άλλη κρατώντας το πιατάκι με το φαΐ της γάτας μας. Έτσι, βρέθηκα αναγκαστικά να στέκομαι δίπλα στη μητέρα μου που άκουγε εμβρόντητη το γείτονά μας να της περιγράφει τα κατορθώματά μου. Και δε χωρούσε καμία αμφιβολία για την ενοχή μου. Όσο κι αν η μάνα μου ευχόταν να είχε γίνει κάποιο λάθος, τα χέρια μου με πρόδιδαν. Ήταν ματωμένα, σαν τα χέρια του φονιά.

Αυτό το πεντάλεπτο ήταν το χειρότερο της ζωής μου. Της μέχρι τότε ζωής μου, γιατί ακολούθησαν άλλα, πολύ πιο μαρτυρικά, ίσως σαν καθυστερημένες τιμωρίες για εκείνο το πρώτο μου αμάρτημα. Ο γείτονας βέβαια αποδείχθηκε πως ήταν ένας καλός κύριος, γιατί παρότι με κατέδωσε, μίλησε στη μητέρα μου ευγενικά, με καλοσύνη. Και πάλι όμως, εγώ το μόνο που ήθελα ήταν ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί.

Εκτός απ’ τη ντροπή που αισθάνθηκα, ντροπή απερίγραπτη που έβαψε τα μάγουλά μου κόκκινα σαν τα τζάνερα, φοβόμουν πάρα πολύ και την αντίδραση της μητέρας μου, μόλις θα σταματούσε να απολογείται στο θύμα μου. Και δεν έτρεμα αδίκως. Τις οδυνηρές συνέπειες της παράνομης πράξης μου τις αισθάνθηκα την ίδια στιγμή που ο γείτονας σφάλιζε το παραθύρι του. «Εσύ δεν είσαι παιδί, είσαι ο διάολος μεταμορφωμένος!», τσίριξε μες στ’ αυτί μου κι ο πισινός μου έτσουξε απ’ το βαρύ της χέρι.

Και τότε βέβαια τράπηκα σε φυγή! Γιατί ο μπαμπάς μου, που ποτέ δε σήκωνε χέρι και που πάντα αντιμετώπιζε τις σκανταλιές μου με επιείκεια, αργούσε ακόμα να γυρίσει απ’ το γραφείο. Κι ύστερα, μπορεί κι εκείνος να θύμωνε πολύ με τα νέα. Οπωσδήποτε, το παράπτωμά μου ήταν βαρύ! Ξεπερνούσε με τεράστια διαφορά κάθε προηγούμενο. Οπότε, δεν ήμουν καθόλου σίγουρη αν αυτή τη φορά ο ερχομός του θα με έσωζε απ’ τις φωνές της μαμάς. Που εμένα με τρομοκρατούσαν ίσως και περισσότερο από τις ξυλιές της.

Έτσι, άρχισα να τρέχω για ν’ αποφύγω τουλάχιστον τις πρώτες-πρώτες καρπαζιές, που ήταν πάντα κι οι χειρότερες. Αλλά, μες στον πανικό μου δεν πρόσεξα τον κουβά του σφουγγαρίσματος, κουτρουβαλιάστηκα πάνω του κι αυτός έπεσε και γέμισε η κατακάθαρη αυλή της μαμάς μου με βρωμόνερα. Ε, μετά απ’ αυτό, δε θα με έσωζε τίποτα πια! Η μόνη λύση ήταν να ξαμοληθώ στους δρόμους!

Ακριβώς αυτό και έκανα. Έφτασα έντρομη στην αυλόπορτα, την άνοιξα και όπου φύγει-φύγει! Πίσω μου έτρεχε η μάνα μου εξίσου αλαφιασμένη με μένα. Κατά καλή μου τύχη όμως, εκείνη την ώρα περνούσε έξω απ’ το σπίτι μας η κυρία Σεμίραμις, η γειτόνισσά μας απ’ την άλλη πλευρά. Εγώ σχεδόν έπεσα πάνω της, αλλά η κυρία Σεμίραμις δε διαμαρτυρήθηκε. Άλλωστε, με συμπαθούσε ιδιαίτερα κι αμέσως κατάλαβε πως κάτι τρομερό είχα κάνει και κινδύνευα τώρα να τις φάω αγρίως.

Έπιασε λοιπόν την κουβέντα στη μητέρα μου, η οποία τακτοποιούσε τα μαλλιά της, προσπαθώντας να κρύψει τη σύγχυσή της. Και με τούτα και με ’κείνα την ηρέμησε. Όση ώρα η κυρία Σεμίραμις συζητούσε με τη μαμά μου εγώ βρισκόμουν κρυμμένη πίσω της. Έστεκα ακίνητη σαν άγαλμα. Δε θυμάμαι τι λέγανε, πάντως δεν είπαν απολύτως τίποτα σχετικό με μένα. Μόνο στο τέλος, η κυρία Σεμίραμις ζήτησε απ’ τη μητέρα μου να με πάρει για λίγη ώρα στο σπίτι της, υποτίθεται για να τη βοηθήσω να καθαρίσει βύσσινα για το γλυκό που θα έφτιαχνε.

Παρότι σ΄ αυτό το σπίτι εγώ δεν είχα ξαναπάει ποτέ, η μαμά μου δέχθηκε αυτοστιγμεί να μ’ αποχωριστεί. Η γειτόνισσα είχε αναχαιτίσει πολύ έξυπνα τον θυμό της εξαγριωμένης μαμάς. Αλλά και η ίδια μάλλον ήθελε να ηρεμήσει τελείως πριν με περιλάβει ξανά. Γιατί βέβαια η τιμωρία μου δε θα τελείωνε τόσο εύκολα. Πάντως, χάρις στην κυρία Σεμίραμις είχα τουλάχιστον γλιτώσει το ξύλο. Τώρα, η ανακούφιση που ένιωσα όταν πια βρέθηκα στο μπάνιο της γειτόνισσας να ξεπλένω τα χεράκια μου από τα αίματα της τζανεριάς, δεν περιγράφεται με λόγια.

Λίγα λεπτά μετά και με το στόμα μου ξερό απ΄ όσα είχαν προηγηθεί, ρουφούσα την παγωμένη λεμονάδα που μου προσφέρθηκε σαν να ’ταν το πολυτιμότερο ποτό επί γης. Ύστερα, όταν η σωτήρας μου ρώτησε αν τυχόν πεινούσα, απάντησα πως πεινούσα, παρότι βέβαια ήμουν φαγωμένη. Και όση ώρα έκανε εκείνη να επιστρέψει απ’ την κουζίνα, εγώ χάζεψα το καθιστικό της με τις πολύτιμες συλλογές. Χρωματιστά πετρώματα, παράξενα όστρακα, περίτεχνα αγαλματάκια... ένας ολόκληρος θησαυρός υπήρχε εκεί πέρα μέσα! Κι ακόμα περισσότερο, υπήρχε ένας ολοζώντανος τεράστιος παπαγάλος! Ευτυχία...

Μετά, έφαγα λαίμαργα το ωραιότερο τηγανητό αυγό που έχω γευτεί ποτέ μου και βούτηξα στον κρόκο του κάμποσο μαλακό ψωμάκι. Κανονικά, μέχρι και σήμερα, τρώω τα αυγά καλοψημένα, αλλά εκείνο το γεύμα ήταν για μένα μία εξαίρεση σε όλους τους κανόνες. Με λίγα λόγια, στο σπίτι της κυρίας Σεμίραμις, ανακάλυψα τι σήμαινε η λέξη «παράδεισος».

Εκείνη, αφού τελείωσα το φαγητό μου, σήκωσε το πιάτο μου, πήρε μια σακούλα με βύσσινα, έβαλε μια λεκανίτσα στην ποδιά της κι άρχισε μ’ ένα καρφί να βγάζει τα κουκούτσια. Προθυμοποιήθηκα να τη βοηθήσω, αλλά μου χαμογέλασε γλυκά και μου είπε πως δεν ήθελε να λερώσω τα χέρια μου. Τότε ακριβώς με ρώτησε: «λοιπόν; γιατί ήταν αναστατωμένη η μαμά σου, προηγουμένως;».

Εγώ εξήγησα πως είχα ρίξει κατά λάθος τον κουβά με το βρώμικο νερό πάνω στα σφουγγαρισμένα. Παρέλειψα όμως το περιστατικό με τα τζάνερα και τον γείτονα. Εκτός που ήθελα να ξεχάσω για πάντα το συμβάν, δεν ήθελα βέβαια και να χαλάσω την καλή εντύπωση που είχε η κυρία Σεμίραμις για μένα. Εκείνη αφού με άκουσε, έκλεισε και τα δυο της μάτια σε μια γκριμάτσα που σήμαινε πως κατάλαβε (μάλλον και όσα απέκρυψα, άλλωστε είχε δει πιο πριν τα κατακόκκινα χέρια μου) και μου είπε μ’ ένα ύφος αλησμόνητο να προσέχω καθώς τρέχω να μη ρίχνω τους κουβάδες.

Έμεινα έτσι ώρα και ώρα να κουβεντιάζω μαζί της πολλά και διάφορα, ζηλεύοντας τα ζουμιά από τα βύσσινα που έσταζαν από τα χέρια της. Αργότερα, χτύπησε το κουδούνι και εμφανίστηκε ο μπαμπάς μου. Ψηλός, όμορφος και επιβλητικός μέσα στο καλοκαιρινό κοστούμι του, είχε έρθει να παραλάβει την άσωτη θυγατέρα. Το πρόσωπό μου άστραψε από χαρά μόλις τον είδα.

Γυρνώντας σπίτι, με κρατούσε, όπως συνήθιζε τότε, πιάνοντας με το τεράστιο χέρι του όλο μου το σβέρκο. Εμένα δε με ένοιαζε πια το τι θα ακολουθούσε. Αφού ήταν εκείνος παρών, όλα θα ήταν ανώδυνα. «Φθηνά τη γλίτωσες σήμερα, ε;», ήταν το μόνο που μου είπε έξω απ’ την πόρτα μας, αν και σίγουρα η μαμά, του τα ’χε πει όλα με το νι και με το σίγμα.  Καμιά κουβέντα δεν έγινε όμως ξανά για τα τζάνερα. Ούτε τότε, ούτε μετά, ούτε ποτέ. Φαίνεται, οι γονείς μου θα συμφώνησαν πως το μάθημά μου το 'χα ήδη πάρει.