«Εμένα, πες με
συντηρητικιά, πες με αντι-οικολόγα, πες με ντεμοντέ, πες με ό,τι θες, αλλά άμα
δεν είναι το βιβλίο, βιβλίο... ούτε να το δω στα μάτια μου! Εγώ θέλω να το πιάνω
και να ‘ναι χάρτινο, να το βάζω στο ράφι και να στέκεται, να πέφτουν μετά από
καιρό απ’ τις σελίδες του τίποτα παλιά μου σημειωματάκια ή εισιτήρια απ’ το
σινεμά και να τα βλέπω και να χαμογελάω, να παίρνω το μολυβάκι μου και να κάνω
τις υπογραμμίσεις μου, το θέλω βιβλίο το βιβλίο, όπως θέλω τον καφέ με καφεΐνη,
τ’ αμάξι με ταχύτητες, τον άντρα να ‘ναι άντρας, το ρύζι αναποφλοίωτο και ας
μην το συνεχίσω για θα μας πάρει η νύχτα».
Προ μηνών, είχα γράψει τις προηγούμενες φράσεις στο blog ενός
συναδέλφου και δυσκολεύομαι να πιστέψω πως θ’ αλλάξουν οι προτιμήσεις μου, όσο
κι αν η τεχνολογία εξελιχθεί. Συνεχίζοντας λοιπόν εκείνη τη σκέψη, επαναλαμβάνω
πως τα e-book δεν
τα συμπαθώ καθόλου! Και μάλλον δεν θα είχα καταπιαστεί με κανένα απ’ αυτά τα ψηφιακά
μέσα ανάγνωσης, γιατί εκτός από ανοίκεια τα βρίσκω επίσης και δύσχρηστα. Δεν
είχα όμως άλλη δυνατότητα να διαπιστώσω τι έγραψε ο Θεόδωρος Πάγκαλος,
αναπτύσσοντας την περίφημη φράση του «τα φάγαμε όλοι μαζί».
Ούτε γραπτά πολιτικών συνηθίζω να διαβάζω. Είναι άλλωστε λίγοι
οι πολιτικοί που εκτιμώ και ελάχιστα με κόφτει τι γράφουν άνθρωποι για τις
ιδέες των οποίων αδιαφορώ. Για τον Πάγκαλο όμως δεν αδιαφορώ, συμβαίνει να μ’
αρέσει σαν σύνολο! Δεν τον γνωρίζω, δεν τον έχω ψηφίσει ποτέ, δεν τον έχω
υποστηρίξει με κανένα τρόπο και μάλλον ούτε πρόκειται. Είναι όμως σίγουρα ένας
απ’ αυτούς που θα πλησίαζα αν χρειαζόταν για να του κλείσω το μάτι λέγοντας:
«Τεό, κανόνισε σε δέκα λεπτά να μην είσαι πια στη Βουλή, πάμε για μπουμ!».
Ας μην εννοηθεί εδώ πως σκέφτομαι, σχεδιάζω ή έστω εγκρίνω
την ανατίναξη του κοινοβουλίου. Όχι πως φοβάμαι τις τυχόν συνέπειες μιας
τέτοιας παρανόησης, απλώς αυτό δεν ισχύει ούτε κατά διάνοια. Γιατί
δεν εντοπίζω όπως άλλοι το πρόβλημα, εστιασμένο εντός του ιστορικού κτιρίου. Το
πρόβλημα, το έχω εξηγήσει αναλυτικά στο παρελθόν και εδώ μέσα, κρίνω πως πλανάται
και αναπαράγεται στα μυαλά των ψηφοφόρων. Ένας λαός έχει τους εκπροσώπους που
του αξίζουν! Αυτή είναι η γνώμη μου και βεβαίως μ’ ένα τέτοιο συμπέρασμα κατά
νου, η απόδοση ευθυνών είναι πρακτικώς αδύνατη.
Ανεξάρτητα όμως από τις διαπιστώσεις μου για το ποιον του
μέσου νεοέλληνα και τα αναρίθμητα κακώς κείμενα στη διοίκηση αυτής της χώρας,
είμαι από εκείνους που αντιλαμβάνονται την κατάλυση της Δημοκρατίας ως εφιάλτη.
Κατ’ επέκταση, το φανταστικό παράδειγμα με την προειδοποίηση του συμπαθούς σε
μένα παραιτηθέντος πολιτικού, πως θα πραγματοποιηθεί δολοφονική-τρομοκρατική
ενέργεια εν ώρα συνεδρίασης της Ολομέλειας της Βουλής, παρακαλώ να θεωρηθεί
αστεϊσμός και μόνο.
Όσο για τον Πάγκαλο, δεν τον θεωρώ λιγότερο υπεύθυνο για το
χάλι μας από τους συναδέλφους του ή όλους εμάς τους «από κάτω». Ίσα-ίσα. Κι αν
ασχολούμαι μαζί του, αυτό γίνεται απλά λόγω συμπάθειας. Διότι για προσωπικούς
λόγους, συγκεκριμένους ανθρώπους που προέρχονται από ποικίλα περιβάλλοντα, τους
γουστάρω μαζί με τα κουσούρια τους, κουσούρια ενίοτε σοβαρά έως και επικίνδυνα.
Και στην αδύναμη προσπάθεια που έχω κάνει ως τώρα να εντοπίσω ποιο είναι το
κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των ανόμοιων «επίλεκτών» μου, εξαιτίας των
αναρίθμητων αναμεταξύ τους διαφορών... άκρη δεν έχω βγάλει. Δεν ξέρω άρα πως
γίνεται και φορές μου αρέσουν τύποι και τύπισσες ενώ εκτιμώ εντελώς άλλους, αλλά
συμβαίνει.
Η πένα του Πάγκαλου, πάντως,
μ’ αρέσει όσο κι η γλώσσα του, γιατί δε διστάζει να χρησιμοποιήσει
εκφράσεις όπως «κόμματα της αρλούμπας» (εν. τη Χρυσή Αυγή, τον ΣΥΡΙΖΑ και τους
Ανεξάρτητους Έλληνες), να θίξει ζητήματα «συνευθύνης», να παραδεχτεί πως «η
ευθύνη ξεκινάει από πάνω προς τα κάτω» και πως «η συνενοχή αποτελεί τη βάση της
λειτουργίας του κομματικού μας συστήματος», εξ ου και η παρεμπόδιση μιας ανοιχτής
καταγγελίας της πολιτικο-οικονομικών παραπτωμάτων σε αυτή τη χώρα.
Ο Πάγκαλος πάντα ικανοποιούσε τ’ αυτιά μου και σ’ αυτό το
βιβλίο του και τα μάτια μου. Δεν είναι λυτρωτικό για έναν ταλαίπωρο πολίτη να
διαβάζει τώρα τη φράση ενός (εν ενεργεία τις τρεις προηγούμενες, καταλυτικές
δεκαετίες) πολιτικού «δεν ελπίζω σε κανενός είδους επιείκεια»; Κουράστηκα
ομολογώ να τελειώσω άρον-άρον την ανάγνωση αυτού του βιβλίου. Το διάβασα αυθημερόν, «με
την ψυχή στο στόμα», γιατί ήταν σφήνα ανάμεσα σε στοίβα άλλων που επείγει να
διαβαστούν. Ήθελα όμως να δω τι γράφει ο άνθρωπος που τόσοι και τόσοι έβρισαν
(και) επειδή είχε τα κότσια να βγει να πει πως έχουν τα πράγματα.
Ποιος άλλωστε τολμάει να γράψει φράσεις όπως αυτές που είχα
την ικανοποίηση να διαβάσω σ’ αυτό το βιβλίο; Ποιος στη θέση του δε θα δίσταζε
να αναφερθεί στην «απύθμενη βλακεία της μάζας», ή στο ότι «πολιτικοί είναι και
πολλοί από αυτούς που μουντζώνουν, φτύνουν και βρίζουν τους κλέφτες της Βουλής»;
Ούτε το να δημοσιεύσει κανείς πως «η κυρίαρχη ιδεολογία στην Ελλάδα είναι
βαθύτατα φασιστική» είναι τόσο εύκολο να γραφτεί δημόσια, όσο φαίνεται. Θαυμάζοντας λοιπόν τα "κυβικά" του Πάγκαλου σε τέτοια ζητήματα, διάλεξα το βιβλίο
του για ένα διάλειμμα στα όσα κάνω.
Επιπλέον, πιστεύω πως ο Τεό δικαιούταν, όπως κάθε άλλος
συνένοχός μας, μία ακρόαση, εν προκειμένω μία ανάγνωση. Πλήρωσα λοιπόν τα
τέσσερα ευρώ για την ηλεκτρονική έκδοση ενός πρωτοπαλίκαρου των «πασόκων» και
στρώθηκα στο διάβασμα. «Ε μα διαβάστε αυτό το κωλοβιβλίο!», τον είχα ακούσει
λίγο πιο πριν να λέει σε δημοσιογράφους που τον εκνεύρισαν γιατί τον κάλεσαν για
συνέντευξη χωρίς προηγουμένως να έχουν ελέγξει, ως όφειλαν, τι περιέχουν οι
εκατόν ογδόντα σελίδες του «Τα φάγαμε όλοι μαζί».
Είναι γεγονός πως το κείμενο που ο τέως υπουργός έβγαλε στη δημοσιότητα μόλις προ τριημέρου, λύνει τις περισσότερες
βασικές απορίες. Το πολύπτυχο “ανεπαρκείς επενδύσεις - συστηματική φοροδιαφυγή
& παραοικονομία - υπερπληθώρα δημοσίων υπαλλήλων, με έναν αριθμό εξ αυτών
σκανδαλωδώς υψηλόμισθους - συσσωρευμένη διαρθρωτική αναποτελεσματικότητα του
δημόσιου τομέα - υπερβολικές ασφαλιστικές και προνοιακές παροχές - παράλογα
υψηλά εισοδήματα λόγω δανεισμού και καταναλωτικών δαπανών - δωροδοκία και
κατάχρηση εξουσίας για ίδιον όφελος - προμήθειες του δημοσίου”, το οποίο
παρουσιάζεται αναλυτικά (με εντελώς άλλη διατύπωση και σειρά, βέβαια) σε αυτό
το έργο, δεν αφήνει πολλά ερωτήματα αναπάντητα, ιδίως μετά την επισήμανση περί
υπεξαιρέσεων δημοσίου χρήματος.
Κατά συνέπεια, ένας «διαβασμένος» συνεντευξιαστής ίσως και
να περιοριζόταν στο τι να ρωτήσει τον συγγραφέα. Προσωπικά, αν έπαιρνα
συνέντευξη απ’ τον Τεό, θα τον ρωτούσα αν σκοπεύει να προσφέρει τις εισπράξεις
από αυτή του τη δουλειά, ή όχι. Κι αυτό απλώς και μόνο επειδή εγώ στη θέση του
θα τα χάριζα αυτά τα χρήματα. Ακριβώς επειδή συμφωνώ με τον συγγραφέα πως ο
τίτλος του βιβλίου του περικλείει μία πολύτιμη «προειδοποίηση για τις
μελλοντικές γενιές». Τις γενιές που θα χρεωθούν αναπόφευκτα τα λάθη των δικών
μας και άρα δεν νομίζω πως είναι δίκαιο να χρεωθούν τίποτα άλλο. Κάπως έτσι θα
υποστήριζα αυτή μου την ερώτηση προς τον κύριο Πάγκαλο. Αν είχε ενστάσεις όμως,
θα είχα κι άλλα να του πω, προκειμένου να τον πείσω.
Αν βέβαια ήθελα να γίνω λίγο πιο ουσιαστική, θα τον ρωτούσα
αν ο ίδιος θα εμπιστευόταν ως αυθεντικά τα λόγια ενός πολιτικού που παρέμεινε
στην πολιτική ζωή του τόπου για τριάντα δύο απολύτως κρίσιμα χρόνια και ως εκ
τούτου είναι βέβαιο πως συμμετείχε ενεργά στην σημερινή άτυπη ενόσω αναμφίβολη
χρεοκοπία της Ελλάδας, σε πρακτικό και, ακόμα χειρότερα, σε ηθικό επίπεδο.
«Τριάντα δύο χρόνια είναι μια ολόκληρη ζωή. Γιατί δεν φύγατε πιο πριν; Δεν
είχατε αντιληφθεί σε τι είδους βρώμικο παιχνίδι συμμετείχατε, ή μήπως είχατε
την πεποίθηση πως ήσασταν σε θέση να βελτιώσετε την πραγματικότητα, όντας
ενεργός πολιτικός; Κι αν ισχύει το δεύτερο, πείτε μας, παρακαλώ, τι κάνατε
εσείς προσωπικά για να μην φτάσουμε εδώ που φτάσαμε». Κάπως έτσι θα έθετα την
ερώτησή μου, νομίζω. Πολύ θα μ’ ενδιέφερε να λάβω την απάντησή του επ’ αυτού.
Δεν προβλέπω όμως να μου παραχωρεί συνέντευξη, τουλάχιστον
όχι τώρα κοντά. Εκείνος δεν θέλει άλλο πια να είναι πολιτικός κι εγώ ποτέ μου
δε θέλησα να γίνω δημοσιογράφος. Θα μπορούσα βέβαια να του στείλω ευθύς αμέσως
τις ερωτήσεις μου, μέσω twitter.
Προτίμησα όμως να μην τον ενοχλήσω απόψε. Προ ολίγου ανακάλυψα πως σήμερα ο Τεό
συμπλήρωσε εβδομήντα τρία χρόνια ζωής. Δεν έχω καμία στενάχωρη ερώτηση να του
στείλω, λοιπόν. Μονάχα την ευχή μου: να τα εκατοστήσει! Άλλωστε ο Πάγκαλος
είναι μόνο ένας από... τα όσα εκατομμύρια είμαστε, συνενόχων. Και για όσους σπεύσουν
να διαμαρτυρηθούν υπέρ της αθωότητάς τους, να πω πως ένα λαός είναι ένοχος
ακόμα και αν έχει απλώς και μόνο «χαμηλά αντανακλαστικά», όπως περιγράφει κάπου
στο βιβλίο του ο Θεόδωρος Πάγκαλος μία από τις διαστάσεις της διαφθοράς.
Αναμφισβήτητα, «διαφθορά υπάρχει πάντα, όπου υπάρχει
εξουσία, όποια κι αν είναι αυτή η εξουσία», όπως επισημαίνει ο κύριος Πάγκαλος
στο βιβλίο του. Η δεκαπενταετία όμως 1981-1996, τα «χρυσά χρόνια της ευημερίας»
του Έλληνα, για μένα δεν ήταν παρά μία μεταμφιεσμένη, στην πραγματικότητα μαύρη
περίοδος, κατά την οποία η διαφθορά μόνο που δεν κατοχυρώθηκε ως θεσμός. Παρ’
όλα αυτά, συμφωνώ απολύτως και με μία άλλη φράση του συγγραφέα: «η Βουλή είναι
αντανάκλαση της κοινωνίας», άρα θα ήταν άδικο για τον μακαρίτη πρωθυπουργό και
την απεχθή σε γενικές γραμμές παρέα του, αν δεν παραδεχόμουν πως ο σπόρος τους
φυτεύτηκε στο πιο γόνιμο έδαφος.
Ο Γιώργος Παπανδρέου, πρωθυπουργός μας μέχρι πριν λίγο
καιρό, κάποτε παραδέχτηκε δημόσια πως είμαστε ένας διεφθαρμένος λαός και για τα
λόγια του αυτά μισήθηκε απ’ όλους εκείνους που αρέσκονται να εντοπίζουν τα
σφάλματα πέρα και μακριά απ’ τους εαυτούς τους. Η αλήθεια όμως, το θέλουμε ή
όχι, είναι ακριβώς αυτή που αναφέρει ο Θεόδωρος Πάγκαλος στο τελευταίο αυτό βιβλίο
του: η Ελλάδα βρίσκεται στην ογδοηκοστή θέση στην παγκόσμια κατάταξη CPI (corruption perceptions index, που στα ελληνικά
αποδίδεται ως «δείκτης αντίληψης διαφθοράς»).
Ως προς τις χώρες της ΕΕ δε, βρισκόμαστε στην τελευταία,
διόλου τιμητική θέση, από απόψεως ηθικής. Και οι πρωτεργάτες της διαφθοράς
φαίνεται πως βρίσκονται παντού στη χώρα, συνωστισμένοι πρωτίστως στα νοσοκομεία
ανά την επικράτεια, τις εφορίες, τις πολεοδομίες, την τοπική αυτοδιοίκηση και
το ΙΚΑ, ενώ ευνοείται τα μάλα από τις δύο παραφυάδες της, τη γραφειοκρατία και
την αδιαφάνεια, που βασιλεύουν σ’ αυτόν τον τόπο από πολύ παλιά.
Πως λοιπόν να μιλήσουμε για «άρτια κοινωνική συμβίωση» ή
αλλιώς «ευνομούμενη πολιτεία», όταν στερούμαστε ηθικής ως λαός; «Χέρι-χέρι
φασίστες και κομμουνιστές διαδίδουν τον μύθο του πολιτικού που κλέβει», γράφει
ο Θεόδωρος Πάγκαλος και μεταθέτει έτσι την ευθύνη από τους κυβερνητικούς στους
άντρες της αντιπολίτευσης και ειδικότερα στους «υπερεπαναστάτες αναρχικούς ή
οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ και τους χρυσαυγίτες με τις κουκούλες τους». Μ’ άλλα λόγια, στους
πρωτεργάτες του τριάντα τρία τοις εκατό του τελευταίου εκλογικού αποτελέσματος, κατά συνέπεια, στο
ένα τρίτο του ελληνικού λαού.
Βαθύτατη περιφρόνηση για τον άνθρωπο, την κρίση, τη
διαφορετικότητα και τις ιδιαιτερότητές του διακρίνει ο Θεόδωρος Πάγκαλος στο
βιβλίο του, σε κάθε αυταρχικό εγκέφαλο και αυτό είναι επίσης ένα από τα σημεία
στα οποία θα συμφωνήσω μαζί του. Τα απολυταρχικά καθεστώτα, όπως ορθώς περιγράφει
ο γνωστός πολιτικός, εφαρμόζουν στρατηγικές εξόντωσης οποιουδήποτε δεν έχει
προδιαγραφές να διαπλαστεί κατά το συμφέρον τους. Και σε τέτοιες πρακτικές
καταλήγουν αργά ή γρήγορα οι εκλεγμένοι με τις νεο-φασιστικές αντιλήψεις, που επιδιώκουν τη
διχόνοια, την κοινωνική αποσύνθεση και την πολιτισμική βαρβαρότητα. Εκλεγμένοι δηλαδή σαν μερικούς από αυτούς, τους οποίους πρόσφατα η λαϊκή κρίση
ανέδειξε ως αντάξιούς της.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, καθώς και με διάφορες δηλώσεις του, του
παρελθόντος, ο Θεόδωρος Πάγκαλος οπωσδήποτε δε γίνεται συμπαθής στα πλήθη. Παρά
ταύτα, εκλέχθηκε από τον λαό επί τριάντα δύο συναπτά έτη. Μήπως κι αυτοί οι
εκλογικοί σταυροί ανήκουν σε εκείνα που ο πάλαι ποτέ φανατικός ψηφοφόρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
θέλει, σήμερα πια που έσβησαν τα φώτα της γιορτής, να λησμονήσει; Τη θέση μου
πως ο μέγας λαοπλάνος, Ανδρέας Παπανδρέου και η ομήγυρή του συνέβαλαν τα
μέγιστα στην ηθική καταστροφή αυτού του τόπου, την έχω διατυπώσει κάμποσες
φορές δημόσια.
Ο Πάγκαλος, σ’ αυτή του την «απολογία» (απολογία δική του
και ταυτόχρονα εκ μέρους της παράταξής του), αν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει
ως τέτοιο το εν λόγω βιβλίο του, πασχίζει να εξηγήσει πως η κοινωνική ευημερία
ως κύριο μέλημα των κυβερνήσεων ΠΑ.ΣΟ.Κ., είναι αυτή που τελικά ευθύνεται για
τη σημερινή κατάληξη της χώρας. Δυστυχώς όμως, εγώ τουλάχιστον, αδυνατώ να
δεχθώ τον συγκεκριμένο ισχυρισμό του ως επαρκή δικαιολογία.
Το ότι κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, η συνολική δαπάνη
του κράτους, προκειμένου να προσφέρεται στον λαό (η αρεστή σε όλους) αφθονία, στηριζόταν
σε εσωτερικό και κυρίως σε εξωτερικό δανεισμό, ο οποίος καθώς το χρέος
διογκωνόταν επιβαρύνθηκε βαθμηδόν με δυσθεώρητα επιτόκια, κι αυτό όλο επειδή
ούτε η παραγωγικότητα της χώρας, ούτε οι εξωτερικοί δείκτες ήταν ικανοί να
καλύψουν έναν σπάταλο διοικητικό μηχανισμό, είναι προφανές πως αποτελεί
σοβαρότατη κατηγορία εναντίον των κυβερνώντων εκείνων των εποχών.
Τι άλλο αποκαλύπτει η επιλογή της υπερχρέωσης του
κράτους, αν όχι ανικανότητα, αναμεμειγμένη με ένα κίνητρο κάθε άλλο παρά αγνό,
την ψηφοθηρία και μαζί την επιδίωξη της ραστώνης ενός λαού έτσι κι αλλιώς
αμόρφωτου και άρα πρόθυμου να συγχωρήσει πολλά και διάφορα ατοπήματα των
ανθρώπων της εξουσίας, οικονομικής κυρίως φύσης. Τι λόγο είχε να ενοχληθεί η
Ελλάδα από τα «μαγειρέματα» των κυβερνώντων, αφού απ’ αυτά ακριβώς γέμιζε και η
ίδια την κοιλιά της κι ύστερα φυσικά, έπεφτε σε λήθαργο για να χωνέψει;
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, προ διετίας λέγοντας στη Βουλή «όλοι
μαζί τα φάγαμε!», είπε βεβαίως την αλήθεια. Αυτή η παραδοχή όμως δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ικανό ελαφρυντικό για κανέναν. Κι αν κάποιοι σήμερα διατείνονται
πως εκείνη η πρότασή του υπήρξε ψευδής, πριν προβούν σε διαμαρτυρίες, προτείνω να
σκεφτούν σοβαρά μήπως αυτό που τους ενοχλεί σ’ αυτή την αποκάλυψη είναι εν
τέλει, είτε το ότι δεν πρόλαβαν να χορτάσουν όσο θα ’θελαν, είτε το ότι δεν
περίσσεψε φαΐ και για τώρα, που πια έπεσε πείνα.
Φυσικά, δεν είναι εύκολο να αρνηθεί ο οποιοσδήποτε να χώσει
το δάχτυλο στο βάζο με το γλυκό. Και εννοώ μ’ αυτό, πως προσωπικά εγώ
τουλάχιστον, δεν μπορώ να απαντήσω με βεβαιότητα για το κατά πόσον θα απείχα
απ’ την κατάχρηση, αν τύχαινε να βρεθώ σε μια θέση τέτοια που θα μου εξασφάλιζε
κέρδος, ίσως και πλούτο. Ιδίως, αν αυτή η φανταστική κατάσταση λάμβανε χώρα σ’
ένα τόπο με ποσοστά διαφθοράς σε κάθε επίπεδο, αντίστοιχα με αυτά της Ελλάδας
του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Αυτά όλα όμως, σε καμία περίπτωση δεν αθωώνουν ούτε τις
κυβερνήσεις της Ν.Δ., ούτε τους διεφθαρμένους των ενδιάμεσων περιόδων,
ψηφοφόρους και βουλευτές. Ευτυχώς, ο Πάγκαλος δεν αρνείται στο βιβλίο του την
καθοριστική ευθύνη που βαραίνει τα διαδοχικά κυβερνώντα κόμματα αναφορικά με
την κακοδιαχείριση που επέφερε τη χρεοκοπία της χώρας, θεωρεί όμως πως όποιος
τους ασκεί δριμεία κριτική θα πρέπει να είναι και σε θέση να εξηγήσει τι
ακριβώς θα έπραττε ο ίδιος ως κυβερνών.
Το βιβλίο του Θεόδωρου Πάγκαλου δεν αποφεύγει τις αιχμηρές
αναφορές. Θίγονται εκεί μέσα θέματα σπαρταριστά, όπως οι «εκλογές αυτοκτονίας»,
που διάλεξε ο Κώστας Καραμανλής προ τριετίας ως λύση απαλλαγής του από τις
ευθύνες του (πρακτική που μου θυμίζει πολύ τη στάση του Αλέξη Τσίπρα μετά τις
πρόσφατες βουλευτικές εκλογές), ευθύνες ουκ ολίγες που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη
ευφυΐα για να καταλάβει κανείς πως έχουν ήδη προστεθεί στα
«περασμένα-ξεχασμένα» πολιτικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά περιόδους στην
πατρίδα μας.
Φευγαλέες αναφορές γίνονται επίσης σε άλλα πολύ διαφωτιστικά
θέματα, για παράδειγμα στο ότι το χρέος τη στιγμή της μεταπολίτευσης υπήρξε, ως
γνωστόν, μηδαμινό και στη χαλαρή δημοσιονομική πολιτική που ακολούθησε τη
χούντα, η οποία (πολιτική) και οδήγησε σε αύξηση των ελλειμμάτων, κατ’ επέκταση και του
χρέους, καθώς και στο φιλελεύθερο πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας που
επιχείρησε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στις αρχές της δεκαετίας ’90, που
αποδοκιμάστηκε από τον ελληνικό λαό, ο οποίος προτίμησε να αγνοήσει τις ρητές
προειδοποιήσεις περί χρεοκοπίας, ως αβάσιμες προβλέψεις του «εθνικού μας
γκαντέμη», προβλέψεις που φυσικά επαληθεύτηκαν λίγα χρόνια αργότερα.
Λίγο εκτενέστερη αναφορά, για προφανείς λόγους, κάνει ο
Θεόδωρος Πάγκαλος στην καταστροφική συμβολή της σχετικά πρόσφατης κυβέρνησης
του Κώστα Καραμανλή στην οικονομία του τόπου. Προσωπικά βέβαια, χωρίς να είμαι ειδική,
τολμώ να υποθέσω πως ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός που σημειώθηκε στη διάρκεια
της δικής του διακυβέρνησης, δεν αφορά μόνο την ανικανότητα αυτού του αρχηγού
και του επιτελείου του.
Μπορεί την τετραετία 2005-2009 το δημόσιο έλλειμμα (τα έξοδα
του κράτους που υπερβαίνουν τα έσοδά του) να έφτασε από το 5.2% του Ακαθάριστου
Εγχώριου Προϊόντος στο 15,5% και το χρέος (οι συνολικές οφειλές της δημόσιας
διοίκησης, οι οποίες επηρεάζονται άμεσα από το έλλειμμα, κατά τρόπο ευθέως ανάλογο)
μας στην εξαετία 2004-2010 να αυξήθηκε κατά πενήντα τοις εκατό, είναι όμως απλό
να σκεφτεί κανείς πως αυτή η δραματική εξέλιξη λειτούργησε σε μεγάλο βαθμό
σωρευτικά, πως η οικονομική συντριβή μας, μ’ άλλα λόγια, οφείλεται σε μία μακρά
σειρά λάθος αν όχι εγκληματικών χειρισμών των υπευθύνων και άρα πως το σύνολο
της ευθύνης δεν βαραίνει αποκλειστικά τις πλάτες των συγκεκριμένων «δεξιών»
άχρηστων, όπως επιμένουν πολλοί αδαείς (ή επιτήδειοι) να υποστηρίζουν.
Ένα άλλο ζήτημα που θα ήθελα να στεκόταν ο κύριος Πάγκαλος
είναι το ξεχαρβάλωμα που ακολούθησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, η ανάληψη
των οποίων αποφασίστηκε επί ΠΑ.ΣΟ.Κ., ομοίως και η τέλεση των προετοιμασιών
τους. Λαμπρή ιδέα να κάνεις ένα πολύ μεγάλο party σπίτι σου, τι γίνεται όμως αν δεν αντέχει η τσέπη σου γούστα
τέτοιου κόστους; Ποιος δε θα ήθελε μία εμπεριστατωμένη απάντηση για το κατά
πόσον η περίφημη τελετή έναρξης του Δημήτρη Παπαϊωάννου, προκάλεσε εκτός από
φούσκωμα στα στήθη μας επίσης και άδειασμα στις τσέπες μας; Ομοίως, πολύ θα το
εκτιμούσα αν ο συγγραφέας φώτιζε λίγο δύο άλλα καυτά ζητήματα, το τι συμβαίνει
σ’ αυτή τη χώρα με τον κλήρο και τον στρατό. Τελικά, πόσο μας κοστίζουν οι
υποτιθέμενοι στυλοβάτες του έθνους;
Γράφοντας λοιπόν αυτή εδώ την ανάρτηση, κάτι βρήκα κι εγώ.
Γιατί βέβαια, άλλα βρίσκει κανείς όταν διαβάζει κι άλλα όταν γράφει. Βρήκα, ας
πούμε, πως ο λόγος που μ’ αρέσει ο Πάγκαλος (και κάνα δυο άλλοι) είναι το
θάρρος του, βρήκα τι θα μπορούσα να τον ρωτήσω σε μια υποθετική συνάντησή μας,
βρήκα τι λείπει ίσως απ’ αυτό το βιβλίο. Ανεξάρτητα απ’ όλα τα προηγούμενα, αναμένω
πλέον με αγωνία την έκδοση ενός επόμενου βιβλίου. Θα μπορούσε να έχει τον τίτλο
«Μαζί τα φάγαμε! Τώρα τι κάνουμε;».
Γιατί είναι βεβαίως πολύτιμο το να κατανοήσει ο καθένας από
εμάς πως βρεθήκαμε στην άκομψη στάση που στεκόμαστε σήμερα, αλλά αυτό είναι
μόνο το πρώτο βήμα. Το θέμα είναι τώρα τι γίνεται. Τι περιθώρια υπάρχουν να
σωθούμε; Τι ακριβώς πρέπει να γίνει και πως; Τι πρέπει να κάνει ο καθένας από
εμάς για να αλλάξουμε την κοινή μας κακή μοίρα; Θα ήθελα κάποιοι εν τω βάθει γνώστες
των θεμάτων αυτών, να κάτσουν να γράψουν ένα αναλυτικό εγχειρίδιο με ρεαλιστικές,
πρακτικές οδηγίες για τους Έλληνες πολίτες του σήμερα. Παιδεία μας λείπει. Ας
το αναλάβουν λοιπόν αυτό οι ικανοί.
Ας βρεθούν εκείνοι που θα μας πείσουν πράγματι γι αυτό που
αποπειράται και ο κύριος Πάγκαλος στο βιβλίο του, να απέχουμε, φερ’ ειπείν, του
κινήματος «δεν πληρώνω!». Ή να μας εξηγήσουν πως στην ευχή θα ξεφύγουμε από τον
φαύλο κύκλο που δημιουργήθηκε συνεπεία της κρίσης: «ανεργία – φοροδιαφυγή/φοροαποφυγή
– ανασφάλιστη εργασία». Και πως θα απαλλαγούμε από αυτό που μας κατατρέχει
όλους ανεξαιρέτως, την προσκόλλησή μας στα μικρά, μίζερα, προσωπικά μας
συμφέροντα. Όσο λάθος κι αν υποτεθεί πως θα τα λέει ένα τέτοιο βιβλίο... και
πάλι χρήσιμο θα ’ναι. Έτσι πιστεύω.
αγαπώ Τεό, αλλά...
... το σωστό να λέγεται!