Είπαμε ψέματα πολλά, ας πούμε κι ένα ανέκδοτο.
Είναι ένας Γερμανός, ένας Έλληνας κι ένας Πόντιος. Ο Γερμανός ό,τι λέει το εννοεί, μεθυσμένος-ξεμέθυστος (όχι παιδιά, αυτή είναι σημαντική λεπτομέρεια), ο Έλληνας λέει ξεμέθυστος ό,τι να ’ναι προκειμένου να «τη βγάλει καθαρή» κάθε φορά (μεθυσμένος δεν είδαμε και δεν ξέρουμε) κι ο Πόντιος ό,τι του πουν το πιστεύει, εξ ου και Πόντιος. Διευκρινίζω, σ’ αυτό το ανέκδοτο αεροπλάνο δεν υπάρχει. Θέλετε κι αεροπλάνο; Άντε, να βάλουμε κι αεροπλάνο. Χατίρια δε χαλάω, το ξέρετε. Πάμε πάλι: Είναι ένας Γερμανός κι ένας Πόντιος σ’ ένα αεροπλάνο και κάνουν βόλτες. Ναι ρε παιδί μου, έχουν νοικιάσει εκεί ένα μικρό αεροπλανάκι και πετάνε γύρω-γύρω το Βενιζέλος. Βγάζουν γούστα, πως το λένε; Ο Γερμανός λοιπόν κάποια ώρα σωριάζεται απ’ τις πολλές μπύρες. Ο Πόντιος τρικλίζει κι αυτός από τις μπύρες αλλά όταν χτυπάει το κινητό καταφέρνει να απαντήσει. Είναι ο Έλληνας, απ’ το προηγούμενο ανέκδοτο. Τι θέλει; Ούτε αυτός ξέρει. Ασυναρτησίες λέει. Μάλλον βαριόταν κι είπε να πάρει τον Πόντιο να τον «δουλέψει» λίγο, να περάσει η ώρα του. Προσπαθεί να πείσει τον Πόντιο πόσο φίλο του τον νιώθει και τι ωραία περάσανε στο άλλο αεροπλάνο που ο Έλληνας τον έσπρωξε έξω. Το ’κανε λέει για να έχει ο Πόντιος την εμπειρία της ελεύθερης πτώσης. Για το καλό του, δηλαδή. Τώρα το πως σώθηκε ο Πόντιος απ’ το σπρώξιμο είναι ένα ανέκδοτο από μόνο του. Ο Πόντιος, παρά την κατάστασή του -γιατί εκτός απ’ τις μπύρες που ’χει κατεβάσει τώρα με τον Γερμανό, ο Πόντιος θυμίζω πως από τον Έλληνα επέζησε μετά από πτώση στο κενό- κάνει φιλότιμες προσπάθειες να καταλάβει τι θέλει πάλι τώρα ο Έλληνας. Δεν προλαβαίνει πολλά όμως, γιατί ξαφνικά εμφανίζεται απ’ το πιλοτήριο το κεφάλι του πιλότου ουρλιάζοντας: «κλείστε τα κινητά, γιατί πηδάω με το αλεξίπτωτο και κάντε ύστερα ό,τι καταλαβαίνετε!!!». Ψιλοσυνέρχεται με τις φωνές ο Γερμανός και ρωτάει «φτάσαμε;». Που είναι δεν ξέρει. Να ’ναι σε πούλμαν; Να ’ναι σ’ ασθενοφόρο; Αν φτάσαμε τον απασχολεί. Όχι δε φτάσαμε. Μπυρίτσα;