31.1.11

τ' αγιόκλημα του κήπου

Ξέρετε πως λέν' τ' αγιόκλημα στ' Αλγέρι; Mesk elil. Μάλιστα.
Και γράφετε ως εξής: سعاد ماسي - مسك الليل
Όλη αυτή η περικοκλάδα, στ' αραβικά, σημαίνει αγιόκλημα.
Μυστήρια γλώσσα τα αραβικά!
Αλλά και τ' αγιόκλημα, μια μυστήρια περικοκλάδα δεν είναι; 
Φαντάζομαι πως όταν ήσασταν παιδιά πηγαίνατε κι εσείς στ’ αγιόκλημα του φράχτη και ρουφούσατε το νέκταρ απ' τους ανθούς του. Και τώρα που σας το θύμισα μάλλον θα χαμογελάσατε, γιατί γνωρίζετε καλά πως είναι να τραβάς το στήμονα από το λουλούδι του και να νιώθεις στη γλώσσα εκείνη την ανεπαίσθητη στάλα από μέλι...
Αν πάλι είστε πολύ νεότεροι ή απλώς δε σας έλαχε ακόμα η χαρά του αγιοκλήματος, προτείνω να ξαμοληθείτε το καλοκαιράκι στις εξοχές και να το αναζητήσετε. Θα το βρείτε πολύ εύκολα. Υπάρχει παντού. Στις μάντρες να κοιτάτε! Άντε, για να μην αρχίσετε να μαδάτε λάθος φυτό, δείτε το κιόλας:


Το αγιόκλημα όμως θέλει το χρόνο του ακόμα για ν' ανθίσει, οπότε προς το παρόν αρκεστείτε στο τραγούδι που ακολουθεί και που φέρει τ' όνομά του.
Το συναίσθημα που προκαλεί τούτη η μελωδία δεν απέχει πολύ από εκείνο που μας πλημμύριζε όταν γευόμασταν τ' αγιόκλημα των παιδικών μας χρόνων. Έτσι λέω εγώ.
Μην παραλείψετε  όμως να δοκιμάσετε, με την πρώτη ευκαιρία, το θεσπέσιο δώρο που το αγιόκλημα φυλάει, καλά κρυμμένο στο βάθος, μέσα στ' άσπρα και κίτρινα ανθάκια του. Όταν, με το καλό, στάξει το ελάχιστο αλλά ονειρικό εκείνο γλυκό υγρό στη γλώσσα σας, θυμηθείτε με, θα νιώσετε και πάλι παιδιά. Θα ’στε για μια στιγμή όπως παλιά, εκείνα τα καλοκαίρια που πειράζατε κάποιους ανυποψίαστους φίλους σας, ζητώντας τους να σας κόψουν άγρια αγγούρια. Αυτό το μικροσκοπικό αγγουράκι που σε πιτσίλαγε νερό άμα το 'κοβες κι αν δεν το 'ξερες αυτό κατατρόμαζες, το θυμάστε; Θυμάστε που σκαρφαλώνατε στη συκιά για να γευτείτε τα γινωμένα σύκα της; Και που τα μάγουλά σας κοκκίνιζαν συχνά από αμηχανία;
Τότε που στον κήπο σας πετούσαν λογιών λογιών πεταλούδες, μικρές, μεγάλες, με χρώματα περίεργα και σχέδια παράξενα...
Μιλώ βέβαια για τότε που ακόμα το χαμομήλι φύτρωνε άφθονο στους δρόμους και τα χωράφια γινόντουσαν την άνοιξη κατακόκκινα, γεμάτα παπαρούνες. Τότε ακόμα έπιναν όλοι άφοβα το παγωμένο νερό που έβγαινε απ’ το πηγάδι. Τα παιδιά κυνηγιόντουσαν ανέμελα στους δρόμους, μάτωναν συχνά τα γόνατά τους πέφτοντας απ' τα ποδήλατα και φορές γυρνούσαν σπίτι με ανοιγμένο κεφάλι από κάποια ξώφαλτση πετριά. Κατάκοπα, μετά από ένα απόγευμα γεμάτο ζωηρό παιχνίδι. Και πολύ πεινασμένα, έχοντας κολατσίσει μόνο μια φέτα ψωμί αλειμμένη με βούτυρο και πασπαλισμένη με ζάχαρη. Ευτυχισμένα όμως με μικροπράγματα κι ελεύθερα, όπως θα' πρεπε να ’ναι πάντα τα παιδιά...