«Δεν είναι όλοι σε θέσιν να δεχθούν τον λόγον αυτόν, αλλ΄ εκείνοι εις τους οποίους έχει δοθεί η χάρις. Διότι υπάρχουν ευνούχοι, οι οποίοι από την κοιλιά της μητέρας τους εγεννήθηκαν έτσι. Και υπάρχουν ευνούχοι, οι οποίοι έγιναν ευνούχοι από τους ανθρώπους, και υπάρχουν ευνούχοι, οι οποίοι μόνοι τους έγιναν ευνούχοι δια την βασιλεία των ουρανών. Όποιος μπορεί να το δεχθή ας το δεχθή» (κατά Ματθαίον 19. 11-12)
και τη φωτογραφία αλλά και το απόσπασμα που μόλις διαβάσατε
Η ελκυστική κυρία της φωτογραφίας λέγεται Λιόπη Αμπατζή, έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες και ανθρωπολογία και πλέον υπηρετεί ως λέκτορας στο τμήμα Φιλοσοφικών & Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, παραδίδοντας μαθήματα περί φύλου και σεξουαλικότητας.
Για να φτάσει όμως στη σημερινή της θέση και να απολαύσει το κύρος που περιβάλλει τον πανεπιστημιακό θώκο, η Λιόπη πέρασε μέσα από τη νύχτα και μάλιστα είδε για τα καλά το αδυσώπητο πρόσωπο της νύχτας, αφού επί τέσσερις μήνες έκανε κονσομασιόν σε «μπαρ με γυναίκες».
Γιατί αυτό; Μα για να ολοκληρώσει τη διδακτορική διατριβή της, που στη συνέχεια δημοσιεύτηκε από τις εκδόσεις Κέδρος με τον τίτλο «ποτό για παρέα», βιβλίο το οποίο βέβαια έγινε ανάρπαστο, μιας και ήταν η πρώτη μελέτη που φώτιζε ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού της εποχής μας.
Αυτή η πρωτότυπη δουλειά αγαπήθηκε από το ευρύ αναγνωστικό κοινό γιατί, αν και επιστημονική εργασία, διέφερε πολύ από τα συνηθισμένα συγγράμματα με τη βαρετή, «ξύλινη» γλώσσα. Τούτο ήταν μια σπαρταριστή προσωπική καταγραφή που παρείχε στον αναγνώστη πρόσβαση στον απαγορευμένο για τους πολλούς κόσμο της σχεδόν πορνείας.
Ο εξαιρετικός τρόπος που η 25χρονη τότε Λιόπη αποτύπωσε στο χαρτί την επιτόπια εθνογραφική έρευνά της στο λεγόμενο «κωλόμπαρο», το χώρο δηλαδή της εμπορευματοποιημένης ερωτικής επικοινωνίας, απέδωσε ένα βιβλίο ψυχαγωγικό, με την πλήρη έννοια αυτού του όρου.
Η ίδια, πέρσι σε συνέντευξή της στην «Ελευθεροτυπία», είπε: «Κατά βάθος δεν ξέρω ούτε γιατί διάλεξα αυτό το θέμα, ούτε γιατί δούλεψα στο μπαρ. Ξέρω, ωστόσο, πως ό,τι έκανα, το έκανα με γνήσιο ενδιαφέρον και με πάθος, και ότι οι εμπειρίες που απέκτησα δεν μεταφέρονται στο χαρτί, δεν μπαίνουν σε κουτάκια, δεν αναλύονται αλλά θα είναι πάντα μαζί μου, με όλο το μυστήριο που τις περιβάλλει».
Είθε κάθε μελλοντικός πανεπιστημιακός δάσκαλος να ψάχνει ασταμάτητα. Όχι μόνο στα βιβλία. Να ψάχνει με γνήσιο ενδιαφέρον και με πάθος και έξω στη ζωή, αλλά και βαθιά μέσα του. Κι έπειτα να γράφει τα βιβλία του απλά και ουσιαστικά. Μη μπα και κάποτε καταφέρουν τα σχολεία μας να γίνουνε καλύτερα.
Το απογευματάκι, καβάλα στο άτι μου, βρέθηκα να ρολάρω στη μεσαία λωρίδα μιας σχεδόν άδειας λεωφόρου. Οι Αθηναίοι λίγο-λίγο αυτές τις μέρες εγκαταλείπουν την πόλη για να εκδράμουν. Θέρος, βλέπετε...
Πήγαινα με καμιά ενενηνταριά χιλιόμετρα λοιπόν και άκουγα ένα απ’ τα καλύτερα κομμάτια των PinkFloyd, στη διαπασών, όπως το αγύριστο κεφάλι μου, μου επιβάλλει καιρό τώρα όταν είμαι στους δρόμους της πόλης. Και χωρίς κράνος, ομολογώ. Κάνω κι εγώ extremegames, μη νομίζετε.
Και δεν κοιτούσα στους καθρέφτες, δε χρειαζόταν εκείνη την ώρα. Απλώς απολάμβανα την αγαπημένη μελωδία και το αισθησιακό αεράκι. Και ήμουν πολύ χαρούμενη που πήγαινα εκεί που πήγαινα. Ξαφνικά, στ’ αριστερά μου εμφανίστηκαν, σαν να ξεπήδησαν μέσα από κακό όνειρο, τέσσερις αγριεμένοι «Ζητάδες», αναβάτες της «ομάδας Δίας», ή όπως σκατά τους λένε, τέλος πάντων.
Ο συνοδηγός της μηχανής που βρισκόταν ελάχιστα μπροστά από μένα έκανε μανιώδη νοήματα να κάνω δεξιά και ο οδηγός της, με έναν εγκληματικό ελιγμό, έστρεψε τη μηχανή του κατά πάνω στη δική μου, «κλείνοντάς» με, για να σταθμεύσει λίγο πιο κάτω, στην άκρη του δρόμου.
Πρέπει την ώρα εκείνη να έτρεχε με ταχύτητα εκατόν δέκα χιλιομέτρων την ώρα. Από θαύμα δε σωριαστήκαμε, τουλάχιστον τραυματισμένοι! Μη μπορώντας να κατανοήσω την πρωτοφανή λύσσα των εκπρόσωπων του νόμου και χωρίς να έχω το χρόνο, λόγω του αστραπιαίου γεγονότος, να οργιστώ με αυτό που μόλις συνέβη, σκέφτηκα μόνο «α όχι τώρα, παιδάκια!».
Το μόνο που με ενδιέφερε εμένα ήταν να φτάσω στη συνάντησή μου στην ώρα μου. Δε θα επέτρεπα να με καθυστερήσουν τέσσερις μπάτσοι. Θα γλίτωνα από δαύτους γρήγορα, ανεξαρτήτως κόστους. No matter what, εγώ θα έφευγα! Όμως, αστυνομία είναι αυτή, τι να γίνει; Άμα σε σταματήσει, κατ’ αρχήν σταματάς.
Σημειωτέον ήμουν ασυνήθιστα καλοντυμένη απόψε. Πήγαινα σ’ ένα σημαντικό (για τη δική μου λογική) ραντεβού και είχα σημαιοστολιστεί. Φορούσα ένα ανοιχτό λιλά κρουαζέ μπλουζάκι, σκούρο μπλε λεπτό υφασμάτινο παντελόνι, ξώφτερνες μαύρες γόβες με εξήμισι πόντους τακούνι και ένα ανθρακί μαντό.
Είχα περασμένη και χιαστί την καλή μου καλοκαιρινή τσάντα που είναι δίχρωμη γαλάζια-εκρού, très-chic και στ’ αυτιά μου κρέμονταν λεπτεπίλεπτα μακριά ασημένια σκουλαρίκια που κατέληγαν σε μία μπαλίτσα αιματίτη το καθένα. Ο συνδυασμός, σας βεβαιώ, ήταν καλύτερος απ’ την περιγραφή μου.
Καθώς λοιπόν μείωσα ταχύτητα, υπακούοντας και πλεύρισα, σταματώντας ακριβώς πίσω από τη δεύτερη αστυνομική μοτοσικλέτα, έκανα μία νευρική κίνηση για να βγάλω το αριστερό ακουστικό απ’ τ’ αυτί μου. Τρεις κουβέντες ήμουν διατεθειμένη να πω στη μπατσαρία και θα γινόμουνα καπνός! Κι ας μ’ έβαζαν να πληρώσω το μισό χρέος του κράτους. Μου ήταν αδιάφορο. Πάντως θα έφευγα!
Και τότε ακριβώς, τραβώντας το καλώδια του mp-3, με στυλ παρόμοιο μ’ εκείνο των νταήδων που σηκώνουν τα μανίκια τους, προετοιμαζόμενοι ν’ αρπαχτούν... το σκούρο γκρι σκουλαρίκι μου έπεσε στην άσφαλτο και λόγω χρώματος δε μπορούσα να το εντοπίσω. Και άρχισα τότε να συγχύζομαι! Αλλά τη σύγχυση που θα ’παιρνα τα επόμενα δευτερόλεπτα, δε θα μπορούσα εκείνη τη στιγμή να τη φανταστώ, ούτε κατά διάνοια.
Οι μπάτσοι δεν ενδιαφερόντουσαν τελικά για το αν εγώ φορούσα κράνος ή όχι, όπως αρχικά υπέθεσα. Διόλου. Αυτό που καταδίωκαν προηγουμένως με μανία και που τώρα βρισκόταν πια σταματημένο μπρος τους, ήταν ένα παλιό κόκκινο αυτοκίνητο.
Σηκώνοντας τα μάτια μου απ’ το δρόμο και έχοντας πια βρει το σκουλαρίκι μου (αλλά όχι και το κούμπωμά του) είδα το τελευταίο στη σειρά όργανο της τάξης να με διατάζει με σχεδόν χυδαίο τρόπο να ξεκουμπιστώ.
Είδα επίσης τον οδηγό του αυτοκινήτου, έναν σαστισμένο ξανθό άντρα, περίπου στα χρόνια μου, με συμπαθητική φυσιογνωμία, όρθιο έξω απ’ το αμάξι του και με τον δεύτερο μπάτσο να τον σκαμπιλίζει -παράλογα δυνατά- στα πλευρά, ψάχνοντας (ο βλαξ! αν δηλαδή πράγματι υποπτεύθηκε κάτι τέτοιο...) μήπως κουβαλούσε όπλο.
Ο νέος, Αλβανός κατά ενενήντα τοις εκατό, ανεχόταν αδιαμαρτύρητα τον βάρβαρο έλεγχο, παρότι ήταν προφανές πως δεν οπλοφορούσε, αφού ο δύσμοιρος φορούσε μόνο ένα γαλάζιο στενό μακό, σχεδόν κολλητά στο λιγνό κορμί του κι ένα λευκό, επίσης στενό παντελόνι. Που να το είχε κρυμμένο ο χριστιανός το όπλο;
Αλλά η πιο συγκλονιστική εικόνα ήταν αυτή του κατά πολύ γηραιότερου συνοδηγού, με την επίσης ευγενική φυσιογνωμία, ο οποίος πρέπει να ήταν ο πατέρας του οδηγού και ο οποίος, τρομοκρατημένος ο έρμος, προσπαθούσε να βγάλει τη ζώνη ασφαλείας που, μάλλον λόγω της έντασης της στιγμής και της παλαιότητας του αυτοκινήτου, έμενε επίμονα σφραγισμένη.
Αλλά και ποιος θα κατάφερνε να βγάλει τη ζώνη του σε τέτοιες συνθήκες; Έξω απ’ το ανοιχτό παράθυρό του, ο τρίτος μπάτσος –ορκίζομαι, το είδα με τα μάτια μου!- κρατούσε ένα περίστροφο στο ύψος του κροτάφου του και σε απόσταση τριάντα εκατοστών από αυτόν, ενώ ο τέταρτος, ακριβώς δίπλα στον "δήμιο", μετρούσε αντίστροφα ουρλιάζοντας, με ανοιχτές παλάμες... πέντε, τέσσερα, τρία, δύο...
Ενώ συνέχιζα ν’ ακούω την ονειρική μουσική μου απ’ το ένα μου ακουστικό, σε ντεσιμπέλ που δύσκολα ανθρώπινο αυτί μπορεί ν’ ανεχτεί, νόμιζα προς στιγμήν πως έπαιζα ως κομπάρσος σε ταινία βίας. Οι (υπ)άνθρωποι αυτοί έμοιαζαν έτοιμοι να εκτελέσουν τον πανικόβλητο ανθρωπάκο εν ψυχρώ!
Αν δεν ήταν τόσο πολύ σημαντικό για μένα να φτάσω εκεί όπου έπρεπε στην ώρα μου, θα είχα κατέβει και θα είχα γίνει μαλλιοκούβαρα με τους κυρίους αυτούς! Μάρτυς μου ο Θεός αν λέω ψέματα! Και τότε, η ταινία δε θα ’ταν πια ταινία βίας, αλλά rockαφιέρωμα.
Φαντάζεστε δύο Αλβανούς, εμφανώς άκακους υπόπτους και μία ανισόρροπη μεσήλικη μοτοσικλετίστρια να επιτίθεται στριγκλίζοντας εναντίον τεσσάρων έξαλλων, σαραντάχρονων αστυνομικών, κλωτσώντας τους με τα ψηλοτάκουνά της; Εγώ το φαντάζομαι, γιατί ξέρω πολύ καλά πως αντιδρώ σε τέτοιες καταστάσεις.
Τελικά βέβαια δεν υπερασπίστηκα τα θύματα της τρομοκρατικής αυτής επίθεσης και έφτασα στο ραντεβού μου ontime και με τα δύο σκουλαρίκια μου στις θέσεις τους. Σταμάτησα βλέπετε σ’ ένα κοσμηματοπωλείο στη διαδρομή και οι εγκάρδιες πωλήτριες (όταν είσαι κομψά ντυμένη οι πωλήτριες στα ακριβά μαγαζιά είναι ιδιαίτερα εξυπηρετικές! διαπιστωμένο αυτό...) μου χάρισαν μία ασφάλεια κι έτσι μπήκα στο γραφείο όπου με περίμεναν, με τα μουντά κοσμήματά μου να κουνιούνται πέρα δώθε με χάρη, αλλά με μάτια που πετούσαν φλόγες!
Και βέβαια, έγινε αντιληπτό αμέσως πως για κάποιο λόγο «έβραζα»! Το ραντεβού μου πήγε πολύ καλά, μου πήρε όμως ώρα πολλή να ηρεμήσω τελείως. Και στην επιστροφή, ταλαιπωρήθηκα άγρια από προβληματισμούς ηθικής φύσεως.
Στάθηκα άραγε τυχερή που εξαιτίας της αποψινής συνάντησης γλίτωσα από βέβαιους μπελάδες, ίσως κι απ' αυτό ακόμα, το μοιραίο γεγονός; Οι τύποι άλλωστε ήταν εκτελεστές, ντυμένοι αστυνομικοί κι εμένα, δυστυχώς, η φύση μου θυμίζει έντονα κάτι από Αίτνα! Ελεεινός συνδυασμός. Ίσως ο χειρότερος που μπορεί να τύχει.
Ή μήπως κακώς δε ρίχτηκα στη φωτιά; Δε συμπαθώ ιδιαίτερα τους Αλβανούς, ούτε όμως έχω και τίποτα εναντίον των αστυνομικών. Ίσα-ίσα, αντιλαμβάνομαι απολύτως την αναγκαιότητα της ύπαρξής τους και τον τεράστιο βαθμό δυσκολίας και επικινδυνότητας αυτού του επαγγέλματος.
Επιπλέον, θα ήμουν ανειλικρινής αν δεν παραδεχόμουν πως θυμάμαι πολύ καθαρά, συγκεκριμένα περιστατικά που η αστυνομία μ’ έχει βοηθήσει προσωπικά, με προθυμία, με ευγένεια, ακόμα και με καλοσύνη.
Τα τέσσερα ανεγκέφαλα τέρατα που έζησα σήμερα όμως, δε θα ’πρεπε να οδηγούν μοτοσικλέτες της αστυνομίας. Θα έπρεπε να τους έχουν οδηγήσει, καιρό τώρα, στην απομόνωση! Σε μια μεγάλη, τεράστια απομόνωση, αυτοί μόνοι, μαζί με κάθε όμοιό τους, εντεταλμένο ή μη, εξουσιαστή.
Ο εικαστικός Νίκος Κεσσανλής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1930 και πέθανε στην Αθήνα το 2004. Μαθήτευσε πλάι στους Σπυρόπουλο και Μόραλη και από το 1982 δίδαξε στην ΑΣΚΤ, στην οποία και πρυτάνευε επί μία τετραετία. Είναι διεθνώς αναγνωρισμένος ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ευρωπαϊκού μοντερνισμού.
Στα πρώτα του βήματα μελέτησε τη λυρική, αφηρημένη ζωγραφική, την άμορφη τέχνη και τα μεικτά υλικά, δημιουργώντας πίνακες υψηλής εκφραστικής έντασης. Αργότερα, κυρίως από το 1951 και μετά, ασχολήθηκε με τα φωτομηχανικά έργα.
Το 1963 ίδρυσε μαζί με άλλους αξιόλογους καλλιτέχνες της εποχής τη λεγόμενη “mec-art”, ένα κίνημα που αφορούσε την αλληλεπίδραση μεταξύ ζωγραφικής και φωτογραφίας. Με απλά λόγια, mecanicalart (ελληνιστί, μηχανική τέχνη) βαφτίστηκε η μεταφορά φωτογραφικών εικόνων σε ευαισθητοποιημένο χαρτί, ή η αποτύπωση φωτογραφιών με τη χρήση της μεταξοτυπίας.
Το ωραιότερο, κατ’ εμέ, από τα έργα τέχνης που εκτίθενται στους σταθμούς του metroτης Αθήνας, η «ουρά» του Νίκου Κεσσανλή, εγκαταστάθηκε στο σταθμό της Ομόνοιας με την αλλαγή της χιλιετίας.
Αυτή η μεγάλη, ασπρόγκριζη, ουρά από θολές ανθρώπινες φιγούρες διαγράφει προσωπικότητες σε στιγμές καθημερινής δράσης. Και στα δικά μου μάτια φαντάζει σαν το πιο αισθαντικό θέατρο σκιών που θα μπορούσε κανείς να αντικρίσει ποτέ.
Η πλάγια μετατόπιση της κεντρικής εστίας του φακού κατά τη φωτογράφηση ή την εκτύπωση, κυρίαρχη τεχνική στο έργο του μεγάλου δημιουργού, εντείνει την πλαστικότητα στην έκφραση, η οποία τελικά αποκτάει εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα.
Καθώς περνούν μπροστά απ’ την «ουρά» οι επιβάτες του πιο πολυσύχναστου metroτης πρωτεύουσας, άλλοι την προσπερνούν αδιάφοροι, άλλοι κοντοστέκονται, άλλοι τη θαυμάζουν, άλλοι εξ αιτίας της συλλογίζονται...
Και η αντίδραση του καθενός εγγράφεται σ' αυτή τη σπάνια ενόσω απλή εικαστική σύλληψη, που υπάρχει εκεί για όλους εμάς, τυπωμένη πάνω σε μουσαμάδες κι εκτεθειμένη στα εκατομμύρια των διαφορετικών αναγνώσεών μας.
Εκείνος που πενθεί βλέπει πίσω απ' το τζάμι της προθήκης της ψυχές. Ο άλλος που φοβάται, σκιές...
Για τον καθένα, η "ουρά" αφηγείται μια άλλη ιστορία και μαζί γίνεται πρόθυμα το φόντο για την προσωπική ιστορία του οποιουδήποτε τύχει εμπρός της.
δε φταίω εγώ αν σας φάνηκαν παράξενα τα αμέσως προηγούμενα.
Ξέρετε τι φταίει; Φταίει που στα blogs η ανάγνωση γίνεται ανάποδα, δηλαδή από το τέλος προς την αρχή. Αν λοιπόν δεν έχετε διαβάσει τις πρόσφατες αναρτήσεις "μη με λες Χάρη", "την τρέλα μου!" και "σ' αρέσει ή όχι, ο τύπος είναι rock!" (και ειδικότερα τα σχόλια σ' αυτές), προφανώς θεωρείτε τώρα πως γράφω ασυναρτησίες.
Σας βεβαιώ, δεν ισχύει κάτι τέτοιο.
Για να σας βάλω γρήγορα στο κλίμα, ο Πέτρου Παν. από μικρός ήθελε να γίνει γιατρός, αλλά δεν τα κατάφερε. Ως ενήλικος ζει στη σκιά του αδερφού του, ενός πετυχημένου νευρολόγου και συστήνεται στο διαδίκτυο ως γιατρός. Κατανοώντας το δράμα του, του προτείναμε να εγκαταστήσει το ιατρείο του σ' αυτό εδώ το blog κι εκείνος δέχτηκε. Απλά πράγματα.
>>>>>>>>>>>>
εεε... βρέθηκα τυχαία μόλις τώρα σ' αυτή τη σχεδόν ξεχασμένη ανάρτηση. κι επειδή τον φίλο μου τον Παναγιώτη πολύ καιρό τώρα τον μουρλαίνω στο πείραγμα, ας αποκαταστήσω την αλήθεια... σχεδόν ένα χρόνο μετά βέβαια, δεν πειράζει. λοιπόν ο Παναγιώτης είναι πράγματι αδερφός νευρολόγου. ο ίδιος είναι οδοντίατρος. επίσης έχει χιούμορ (γι αυτό και μ' ανέχεται) κι από τα δύο αδέρφια... είναι με διαφορά ο πιο γοητευτικός. για τα κορίτσια επίσης να πω πως... είναι και ελεύθερος ;)
ο Μιχάλης Κακογιάννης επί το έργον, στην τελική πρόβα για την παράσταση "Κοριολανός" (Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, 29.06.06)
Μου φαίνεται αιώνας κι όμως, ήταν μόλις πέντε χρόνια πριν.
Για επαγγελματικούς λόγους πέρασα ένα ζεστό, υγρό απόγευμα, στο προαύλιο ενός αθηναϊκού, δημόσιου σχολείου.
Έμεινα μέχρι αργά εκεί, μέχρι που νύχτωσε για τα καλά.
Και τον παρατηρούσα προσηλωμένη, καθώς εκείνος σκηνοθετούσε τον «Κοριολανό».
Γνώριζα ήδη πως ο Κακογιάννης ήταν ιδιότροπος χαρακτήρας!
Τα υπόλοιπα τα ανακάλυψα εκείνες τις ώρες.
Θαύμασα το σεβασμό που έδειχνε προς τους νέους ηθοποιούς.
Χαμογέλασα με την τρυφερότητά του προς τον πρωταγωνιστή εκείνης της παράστασης, τον ταλαντούχο Βλαδίμηρο Κυριακίδη.
Σάστισα με την ακρίβεια του λόγου του, την οξυδέρκεια κάθε του παρατήρησης, την ευστοχία στις εκφράσεις, την ευελιξία, την ανεκτικότητα, τη φρεσκάδα του, παρά τα ογδόντα τέσσερά του χρόνια.
Νομίζω πως θ’ αργήσει πολύ να σβήσει το χνάρι του από τη μνήμη μου, κι ας τον έζησα μόνο μερικές ώρες.
Έφυγε σήμερα, σχεδόν ενενήντα ετών, γι’ αυτό κι έγραψα τούτες τις γραμμές.
Όχι πως λυπάμαι για τον θάνατό του. Όχι. Έφυγε χορτασμένος ζωή.
Αλλά πάντα δεν είναι λίγο παράξενα όταν ακούς πως κάποιος που ήξερες έστω κι ελάχιστα, μόλις αναχώρησε; Ιδίως όταν αυτός ο κάποιος ήταν μία σπουδαία μορφή...
Δε θ' αποχαιρετίσω τον μεγάλο δάσκαλο με κάτι πένθιμο. Δε νομίζω πως κάτι τέτοιο θα ταίριαζε στο ταμπεραμέντο του. Αυτό που μάλλον θα του άρεσε θα ήταν οι μουσικές του αγαπημένου του ανιψιού, Κώστα Κακογιάννη. Έτσι νομίζω.
Η ηλικία των εικοσιοκτώ ετών τελικά μοιάζει σημαδιακή. Σε ηλικία εικοσιοκτώ ετών έφυγε απ’ τη ζωή ο Jim Morrison. Το ίδιο και η Janis Joplin. Κι εγώ, όπως κι άλλοι που έχει τύχει και το ’χω κουβεντιάσει, για κάποιον άγνωστο λόγο πίστευα στην πρώτη νιότη μου πως θα πεθάνω πριν κλείσω τα εικοσιοκτώ. Δε συνέβη βέβαια κάτι τέτοιο. Έχω ήδη ξεπεράσει την πρόβλεψή μου κατά μία δεκαετία.
Συμπτωματικά όμως, στα εικοσιοκτώ της χρόνια έφυγε σήμερα απ’ τη ζωή μια πολύ ιδιαίτερη φιγούρα της βρετανικής μουσικής σκηνής. Η Amy Winehouse, μία εκκεντρική αρτίστα με σημαντική, διεθνή καριέρα. Ο λόγος που η Amy μας στέρησε την παρουσία της παραμένει άγνωστος. Προφανώς όμως σχετίζεται με τις ολέθριες συνήθειές της.
Ο οργανισμός της ταλαντούχου μουσικού παρότι νεαρός, ήταν πολύ επιβαρημένος. Η χρόνια κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών, οι διαταραχές στην πρόσληψη τροφής, η κατάθλιψη και η μανία αυτοκαταστροφής, της στοίχισαν σοβαρά προβλήματα υγείας και τελικά την ίδια της τη ζωή.
Εύχομαι η ταραγμένη της ψυχή να βρήκε επιτέλους ανάπαυση...