11.3.14

περί ευθύνης άρθρωσης δημόσιου Λόγου



Η γελοιογραφία του ΚΥΡ είναι εξαιρετική! Πέραν της πλάκας όμως, το θέμα με το βιβλίο του "Λουκά" αποδείχθηκε σοβαρότερο απ' όσο άντεχε η σοβαροφάνειά μας. Και για να μην παρερμηνευθεί η άποψή μου για το ζήτημα, παραθέτω αυτούσιο το ακόλουθο άρθρο, ένα άρθρο που ομολογώ το ζήλεψα! 

Δεν το έγραψα βέβαια εγώ, καθώς τα πράγματα συνέβησαν ως εξής: Όταν προ ημερών κυκλοφόρησε το βιβλίο που τόσο τάραξε την εγχώρια πνευματική πενία αφ' ενός, την υποκρισία/σκοπιμότητα αφ' ετέρου, ξεκίνησα να γράφω δυο λόγια σχετικά. Μετά διέκοψα για να κάνω κάτι άλλο κι ύστερα τυχαίως διάβασα το κείμενο του Αυγουστίνου Ζενάκου, που δημοσίευσε το UNFOLLOW εκείνη τη μέρα, δηλαδή στις 6 Μαρτίου. Οπότε, εγκατέλειψα αυτό που είχα αρχίσει. Δεν είχε νόημα, αφού κάποιος άλλος είχε ήδη γράψει για το θέμα όσα περίπου ήθελα να πω, και μάλλον πολύ καλύτερα απ' ό,τι εγώ θα τα κατάφερνα. 

Παρότι λοιπόν δεν συνηθίζω να αναδημοσιεύω γραπτά άλλων (αν πρόκειται για σχολιασμούς της επικαιρότητας), στη συγκεκριμένη περίπτωση κάνω μία από τις πολύ λίγες εξαιρέσεις στον κανόνα μου. Γιατί το εν λόγω άρθρο δεν είναι μόνο υπόδειγμα γραφής, αλλά επιπλέον εκφράζει και τη δική μου απάντηση στο ερώτημα "έπραξαν καλώς ο εκδοτικός οργανισμός Λιβάνη, που κυκλοφόρησε το βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα και ο Νίκος Γιαννόπουλος που το προλόγισε;". 

Το μόνο στο οποίο διαφωνώ με τον συντάκτη, και θα ήθελα να σταθώ σ' αυτό, είναι η τελευταία του φράση. Όχι, δεν είναι μόνο ευθύνη της Αριστεράς η διατύπωση ικανού δημόσιου Λόγου. Αλίμονο αν ήταν! Είναι ευθύνη όλων ανεξαιρέτως. Η πολιτική δράση δεν έχει κομματική απόχρωση, αυτή είναι μία διαδεδομένη στρέβλωση και τίποτα περισσότερο. 

Άρα, δεν είναι επιτρεπτό σε καμία απολύτως παράταξη να οικειοποιείται το αποτελεσματικότερο ίσως μέσο κινητοποίησης των πολιτών, τον Λόγο που εκφέρεται δημόσια. Αντιλαμβάνομαι προφανώς τον τόνο του Αυγουστίνου Ζενάκου, ωστόσο κρίνω σκόπιμο να διατηρήσω την απόστασή μου από αυτή του τη διατύπωση. Κατά τα λοιπά, τον συγχαίρω κι από 'δώ για το εξαίσιο άρθρο του. 

Απλώς να προσθέσω κάτι τελευταίο, μιας και στην Ελλάδα, δυστυχώς, ακόμα πρέπει να εξηγούνται τα αυτονόητα. Κι αυτό είναι το ότι η θέση υπέρ της έκδοσης του βιβλίου του Δημήτρη Κουφοντίνα δεν συνεπάγεται ούτε κατά διάνοια πως ασπάζεται κανείς τις ιδέες, πόσω μάλλον τη δράση των τρομοκρατών. Ούτε πως αναιρείται έστω και κατ' ελάχιστο ο σεβασμός για τα θύματα της βίας καθώς και για τα κοντινά τους πρόσωπα. 


ΤΡΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑ
του Αυγουστίνου Ζενάκου
UNFOLLOW, 06.03.2014
x
Είναι προφανές ότι η καταγραφή της ιστορίας της 17 Νοέμβρη από έναν από τους πρωτεργάτες της είναι θέμα εξόχως ενδιαφέρον. Εκτός από ενδιαφέρον, είναι και χρήσιμο για καθέναν που ενδιαφέρεται για την πολιτική και την ιστορία. Όσο για τα φληναφήματα περί της «ηθικής» του εκδοτικού οίκου, που δεν θα έπρεπε να το είχε εκδώσει, ή των αναγνωστών, που δεν θα έπρεπε να το αγοράσουν, το μόνο άξιο λόγου είναι ότι εκστομίζονται και από ανθρώπους που κάποιοι τους αποκαλούν «πνευματικούς», ενισχύοντας ίσως την ανάγκη διερεύνησης των λόγων που ένα μέρος της λεγόμενης «διανόησης» στην Ελλάδα είναι τόσο ανεκδιήγητα χαμερπές. 

Το βιβλίο επιβάλλεται να διαβαστεί –αν όλοι οι εκδοτικοί οίκοι είχαν αρνηθεί να το εκδώσουν, τούτο θα ήταν πλήγμα για την ιστορική και πολιτική μνήμη και θα όφειλε να αναλάβει σχολιασμένη έκδοση κάποιο πανεπιστημιακό ίδρυμα–  και η έκδοσή του δεν μπορεί να αποτελεί πρόβλημα για κανέναν διαυγή, δημοκράτη πολίτη. 

Πρόβλημα  αντίθετα, αποτελεί το γεγονός ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί για άλλη μια φορά την τρομοκρατία για να στιγματίσει την αξιωματική αντιπολίτευση. Κι αυτό δεν είναι ούτε απλώς μια στιγμή καταγγελτικού οίστρου του –θυμίζω– πρώην επικεφαλής της νεολαίας της ΕΠΕΝ και των άλλων ακροδεξιών που κυβερνούν ούτε αφορά στενά την αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά εντάσσεται σε μια πάγια και εξελισσόμενη στρατηγική: τόσο η νομοθετική πρακτική όσο και οι λειτουργίες των δικαστικών και των διωκτικών αρχών υποτάσσονται ολοένα περισσότερο στις επιταγές της εκτελεστικής εξουσίας και υπηρετούν την ιδεολογία της, με ξεκάθαρο στόχο κάθε αντικαθεστωτικό λόγο ή ακόμη και κάθε επισήμανση της τεράστιας περιστολής των δημοκρατικών ελευθεριών, για την οποία ευθύνονται οι κυβερνήσεις της κρίσης. 

Πρόβλημα, επίσης, είναι ότι οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως «κεντρώοι», «κεντροαριστεροί», «ψύχραιμοι», «της ευθύνης» ή ό,τι άλλο, δημοσιολογούντες δεν θεωρούν ότι αποτελεί πράγματι ζήτημα η στρατηγική αυτή της κυβέρνησης και η έκπτωση της δημοκρατίας –είναι σαν τυφλοί μπροστά στην ανομία του σαμαρικού κράτους και στη βία των οργάνων του– αλλά θεωρούν εύλογο να πρέπει να παράσχει κάποιου είδους «εξηγήσεις» η αξιωματική αντιπολίτευση –ή, μετωνυμικά, συλλήβδην η «Αριστερά»– για το βιβλίο του Δ. Κουφοντίνα. 

Οι θιασώτες αυτοί του ακραίου κέντρου –το οποίο περιλαμβάνει, μάλιστα, και πολλούς που ομνύουν, δήθεν, στον πολιτικό φιλελευθερισμό– προδίδονται από τις προτεραιότητές τους: ανέχονται με ήπια ενόχληση τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα βασανιστήρια της ΕΛ.ΑΣ, αλλά τραβούν την κόκκινη γραμμή τους στην «πολιτική βία», η οποία, αναλόγως το προκείμενο, είτε υπάρχει αλλά «την καταδικάζουν από όπου και αν προέρχεται» είτε δεν υπάρχει και είναι απλώς βία του «κοινού ποινικού δικαίου».

Πρόβλημα, τέλος, είναι και η ίδια η επίσημη αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία στην επίθεση που δέχεται από τη Νέα Δημοκρατία για να «καταδικάσει» μετά τον Αντόνιο Νέγκρι και τον Νίκο Γιαννόπουλο, που προλόγισε το βιβλίο, απαντά ότι «ουδέποτε ήταν μέλος του ΣΥΡΙΖΑ». Αυτό είναι το θέμα; Δεν είναι το θέμα ότι ως προοδευτική πολιτική δύναμη –ως Αριστερά!– υποστηρίζει την έκδοση ενός χρήσιμου πολιτικά και ιστορικά βιβλίου, έστω και αν διαφωνεί με τις πράξεις και τις ιδέες του συγγραφέα του, καθώς και την απόφαση ενός στοχαστή να το προλογίσει; 

Δεν είναι το θέμα ότι δεν δέχεται το ιδεολογικό εργαλείο που θέλει την τρομοκρατία «κοινό ποινικό δίκαιο» και ότι διεκδικεί να την αναγιγνώσκει ως πολιτικό φαινόμενο, έστω και αν «καταδικάζει» τις δολοφονίες; Δεν είναι το θέμα ότι οφείλει να παραγάγει λόγο αντίστασης σε αυτή τη μεταπολιτική σατραπεία των συγκυβερνώντων παλαιοεκσυγχρονιστών και ακροδεξιών, με τη συνεπικουρία των ΜΜΕ του ακραίου κέντρου, ο οποίος να μην εξουδετερώνεται κάθε φορά που κάποιος πρώην ΕΠΕΝίτης ή κάποιος αδιάβαστος σκράπας κλακαδόρος φωνάζει «τρομοκρατία»; 

Δεν γνωρίζω τον Νίκο Γιαννόπουλο κι ούτε έχω γενική άποψη για την πορεία του, από αυτή μόνη την συγκυρία, όμως, θλίβομαι που δεν είναι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ· αν ήταν, ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν καλύτερος – και ίσως λίγο λιγότερο δειλός.

Αυτά είναι τα προβλήματα γύρω από το βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα. Και, δυστυχώς, δείχνουν ότι το κρισιμότερο ζήτημα στη χώρα δεν είναι η «ασφάλεια», καταπώς θέλει η προπαγάνδα των σαμαρικών φανατικών, αλλά το αξιοθρήνητο επίπεδο του δημοσίου λόγου. Και αυτό είναι ευθύνη κυρίως της Αριστεράς, διότι από τους άλλους τι να περιμένει κανείς;