Ένας ηλικιωμένος Ιταλός ζούσε μόνος, σε μια πολιτεία της Αμερικής. Ήθελε να φυτέψει το μποστάνι του, όπως κάθε χρόνο, αλλά το χώμα ήταν πολύ σκληρό κι εκείνος πια ήταν αδύναμος. Ο μόνος που πάντα βοηθούσε με το σκάψιμο του κήπου ήταν ο γιος του, ο Bίνσεντ, που όμως βρισκόταν στη φυλακή. Ο γέροντας έγραψε στον γιο του, περιγράφοντας τη δυσκολία που αντιμετώπιζε:
αγαπημένε μου Βίνσεντ,
είμαι πολύ στεναχωρημένος, γιατί κατά πως φαίνεται δε θα καταφέρω φέτος να μαζέψω λαχανικά απ’ τον κήπο μας. Βλέπεις, παραείμαι γέρος για να σκάβω μποστάνια. Ξέρω βέβαια πως αν ήσουν εδώ δε θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Γιατί ξέρω πως θα χαιρόσουν πολύ αν έσκαβες εσύ το χώμα στο περιβόλι μας, όπως τότε, τις παλιές καλές μέρες.
σ’ αγαπώ,
ο πατέρας σου
Μετά από λίγες μέρες ο πατέρας έλαβε ένα γράμμα απ’ τον γιο του:
μπαμπά,
προς Θεού, μη βάλεις κανέναν να σκάψει τον κήπο!
εκεί είναι θαμμένα τα πτώματα!!!
να προσέχεις,
Βίννι
Μερικές ώρες αργότερα, συγκεκριμένα στις τέσσερις το ξημέρωμα, κατέφθασε στο σπίτι του ηλικιωμένου το FBI. Οι πράκτορες έσκαψαν όλο τον κήπο, αλλά δε βρήκαν κανένα πτώμα. Τακτοποίησαν ύστερα το χώμα που ξέθαψαν, απολογήθηκαν στον γηραιό κύριο κι έφυγαν. Είχε πια ξημερώσει για τα καλά όταν εμφανίστηκε ο ταχυδρόμος, κρατώντας ένα ακόμα γράμμα, σταλμένο απ' τη φυλακή:
μπαμπά,
νομίζω πως τώρα μπορείς να φυτέψεις τις ντομάτες σου.
κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, δε μπορούσα να κάνω κάτι καλύτερο.
με αγάπη,
Βίννι