Προφανώς το ανεκδοτάκι είναι παλιό, εμένα όμως μου είχε ξεφύγει. Μου
το είπαν πρώτη φορά χθες βράδυ, βράδυ προς ξημέρωμα δηλαδή και μου το είπανε
ωραία, οπότε πολύ το γούσταρα. Είναι λέει κάποιος από την επαρχία, που έχει κατέβει
Αθήνα κι έχει πάει στα μπουζούκια. Τις χρυσές εποχές της Ελλάδας αυτά, που το χρήμα τις νύχτες
έρεε άφθονο. Άφθονο και το αλκοόλ στο τραπέζι του επαρχιώτη, πρώτο τραπέζι πίστα
στο μαγαζί που τραγουδούσε ο Λάμπης Λιβιεράτος. Λίγο λοιπόν το ουίσκι, λίγο που
ο Λιβιεράτος πρώτη φίρμα δεν έγινε ποτέ, λίγο που ο πελάτης δεν ήτο πρωτευουσιάνος... στο
τσακίρ κέφι άρχισε περιχαρής να επευφημεί τον αοιδό. «Μπράβο, Μπάμπη μου!», ξεφώνιζε κάθε λίγο και λιγάκι, δηλώνοντας τον θαυμασμό του. Το ’λεγε και το ξανάλεγε αυτό μες στη μούρη
του καλλιτέχνη και παρά τη μουσική, οι φωνές του ακουγόντουσαν και στα διπλανά
τραπέζια. Κάποια στιγμή λοιπόν, σκύβει ο Λιβιεράτος και του μπήγει μια φωνή: «Λάμπης, κύριε».
Κι απαντάει ο πελάτης, μ' ένα χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά: «Κι εσύ λάμπεις, Μπάμπη μου!».