Βρέθηκα χθες, παρέα με μια
φίλη, στο Μπενάκη της Πειραιώς. Πήγαμε να δούμε την έκθεση της Κλεοπάτρας
Χαρίτου, μια επιλογή εκατό φωτογραφιών, παρμένες όλες στις προσφυγικές κατοικίες
της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Ανεβήκαμε στον δεύτερο όροφο όπου φιλοξενούνται τα
εκθέματα που μας ενδιέφεραν και τα απολαύσαμε, διαφωνήσαμε όμως σε κάτι
λεπτομέρειες. Η φίλη μου ενθουσιάστηκε. Εγώ, ανικανοποίητη όπως πάντα, παρότι παραδέχομαι
πως ευχαριστήθηκα πολύ με τα όσα είδα, ταυτόχρονα ενοχλήθηκα από την επιτήδευση
αυτών των φωτογραφιών.
Κυρίως απ’ την υπέρμετρη,
κατά την άποψή μου, ψηφιακή επεξεργασία τους. Στην προσπάθειά της να επιτύχει
ένα αψεγάδιαστο αισθητικό αποτέλεσμα, η Κλεοπάτρα Χαρίτου όχι πως δεν το
κατάφερε, φοβάμαι όμως πως θυσίασε προς χάριν του ένα σημαντικό μέρος της ζωντάνιας αυτών των
σπάνιων καταγραφών. Μπορεί βέβαια και να μην έχω δίκιο. Οι απαιτήσεις μου ίσως είναι
υπερβολικές κι η κριτική μου υπέρ το δέον αυστηρή. Φταίει μάλλον που η ανάγκη
μου για καλοζυγισμένα «κάδρα» έχει προ πολλού ατονήσει.
Χρόνια τώρα, με συγκινεί
ασύγκριτα περισσότερο η ανατριχίλα της αλήθειας απ' ότι η τεχνική αρτιότητα ενός επινοήματος. Καλή, χρυσή, η εκλεπτυσμένη
αφήγηση, μη λέμε, στερείται όμως αμεσότητας. Οι φωτογραφίες που χθες είδα από τα προσφυγικά σπίτια είναι
έξοχα «πουδραρισμένες» και γι’ αυτό ελκυστικές.
Δικό μου θέμα αν τις ήθελα
αλλιώς. Αγουροξυπνημένες δηλαδή και χωρίς ρίμελ, τελείως άβαφες, με τα λιπαρά τους
μέτωπα να γυαλίζουνε στον ήλιο αναιδώς, γερασμένες, κατάσπαρτες απ’ τις ουλές
κάθε παλιάς τους χαρακιάς, άγριες όσο πράγματι είναι κι όχι μεταμφιεσμένες σε
ειδυλλιακές αναπαραστάσεις. Ήλπιζα, μ’ άλλα λόγια, να μου αποκαλύψουν κάτι που
μου έμεινε κρυφό.
Τη συγκλονιστική ομορφιά της
ασχήμιας, ή αν αυτό ακούγεται ακραίο, έστω της παρακμής τους. Τις ήθελα αυτές
τις εικόνες πιο επιδέξιες ακροβάτιδες. Όχι φυσικά βεβιασμένα απωθητικές, ούτε όμως και
αρεστές κατ’ ανάγκην. Η εντύπωσή μου είναι πως στην υπερβολική έγνοια για το
κάλλος, κάπου χάθηκε αυτή η ισορροπία, την οποία αν διέκρινα, σίγουρα θα την
επαινούσα με θέρμη.
Και δεν εννοώ μ’ αυτό τίποτα πέρα απ’ το ότι η καλλιτέχνις
δημιούργησε πιότερο ζωγραφικά παρά φωτογραφικά έργα. Αυτό όμως και ήθελε, είναι
φανερό. Δεν πρόκειται δηλαδή για αστοχία. Ίσα-ίσα, πρόκειται για στόχο που
επετεύχθη. Και που επικροτείται πανταχόθεν, ούτε συζήτηση. Ασχέτως αν αυτή η
οπτική δεν ικανοποιεί τα δικά μου αδιάκριτα μάτια.
Πηγαίνοντας στην έκθεση, ελάχιστα
με ενδιέφερε το αν τα κτίρια αυτά είναι δείγματα αρχιτεκτονικής με επιρροές art-deco, bauhaus, ή ό,τι άλλο. Αυτό που μ’ ένοιαζε ήταν η ιστορία που
κουβαλάνε. Και η κατάντια τους, την τελευταία απ’ τις συνολικά οκτώ δεκαετίες της
ύπαρξής τους στον αστικό ιστό. Οι δονήσεις τους ήταν που γαργαλούσαν τον εγκέφαλό μου.
Θα’ θελα, ιδανικά, βλέποντας αυτές τις εικόνες ν ’αφουγκραστώ τους ήχους
τους. Ν' ακούσω τη σιωπή που διαδέχτηκε τις φωνές των ανθρώπων που
τα ζούσαν κάποτε, αλλά όχι μόνο αυτό. Αυτό θα σήμαινε πως με τον ερχομό της χιλιετίας, σαν κάτι να' γινε που σταμάτησε το χρόνο στην πολύβουη λεωφόρο. Γιατί τα προσφυγικά της Αλεξάνδρας δεν πέθαναν, είναι ολοζώντανα, χρησιμοποιούνται κάθε λεπτό. Αλλιώς. Χρησιμοποιούνται όμως. Με ένα τρόπο που σ' αυτή την έκθεση φιμώθηκε.
Δεν ήθελα ούτε κατά διάνοια χθες να πάω σε μνημόσυνο. Και τέλος πάντων, ήθελα να δω μια σκόνη, σκόνη, ρε παιδί μου! Όχι μια σκόνη
εξωραϊσμένη. Θα ’θελα πολύ να την κοιτάξω τυπωμένη στο χαρτί κι ασυναίσθητα ο
αντίχειράς μου να θελήσει να διώξει τη σκόνη απ’ τα άλλα τέσσερα δάχτυλά του
χεριού μου. Να νιώσω, αν γινότανε, μέχρι κι έναν κάποιο φόβο μέσα στα αδειανά
δωμάτια. Να με νοτίσει έστω η υγρασία τους.
Προσπαθώ μ’ όλα αυτά να πω
πως στις φωτογραφίες της έκθεσης, ναι μεν με «άγγιξαν» οι τρύπες απ’ τα γυμνά
καρφιά τα οποία αφαιρέθηκαν από τους τοίχους μαζί με αυτά που άλλοτε υποβάσταζαν. Τα καδράκια δηλαδή που είχαν κρεμάσει σ’ αυτά οι νοικοκυράδες, με τις
φωτογραφίες των αγαπημένων τους προσώπων που ξέμειναν αντίπερα στο Αιγαίο.
Πουθενά όμως δεν
αναρίγησα στη θέα εξίσου βαθιών πληγών, όπως ας πούμε απ’ τα τραύματα στους
εξωτερικούς τοίχους, εκείνα που προκάλεσαν οι σφαίρες των περίφημων Δεκεμβριανών,
το 1944. Ή εκείνα τα πολύ πιο πρόσφατα, που οφείλονται στους τσιμεντόλιθους οι οποίοι σφράγισαν κάποιες απ' τις εισόδους και τα σανίδια τα καρφωμένα σταυρωτά για να προστατεύσουν τα παράθυρα από τους επίδοξους εισβολείς. Δεν γνωρίζω βέβαια τι είδους άδεια δόθηκε στην καλλιτέχνιδα. Πιθανώς,
να μην της επέτρεψαν να φωτογραφίσει περισσότερα, οπότε ίσως να μην ευθύνεται
εκείνη για το παράπονό μου.
Όποιος έχει διαβάσει μέχρι
εδώ, μάλλον υποθέτει πως η έκθεση της Κλεοπάτρας Χαρίτου μ’ άφησε ασυγκίνητη.
Ωστόσο, αν ισχυριζόμουν κάτι τέτοιο, θα ήταν ψέμα. Μια-δυο στιγμές, η Κλεοπάτρα
με κατάφερε. Βούρκωσα με τα χαρτιά της ακουαρέλας, που διάλεξε να γίνουν οι
θαμποί φορείς της τέχνης της. Χρόνια τώρα άλλωστε περίμενα με λαχτάρα τη στιγμή
που θα διαπίστωνα με κάποιον τρόπο τι κρύβεται στο εσωτερικό αυτών των παλιών
διαμερισμάτων, να ψηλαφίσω τα ίχνη εκείνων που έζησαν εντός τους. Έτσι και βρέθηκα
σ’ αυτή την έκθεση. Σαγηνεμένη από το ηδονοβλεπτικό του όλου πράγματος.
Μία απ’ τις φωτογραφίες που
με διαπέρασαν, είναι αυτή που δανείστηκα για να προλογίσει το κείμενό μου. Είναι παρόμοια με τη φωτογραφία που σοφά επελέγη να κοινοποιήσει και την έκθεση. Αντίκρυ της, εγώ «είδα»
ένα ανθρώπινο κεφάλι. Είναι μια έκτακτη, κατά την άποψή μου, φωτογραφία η
συγκεκριμένη!
Κοιτώντας την ελικοειδή αποτύπωση ενός απ’ τα προσφυγικά
κλιμακοστάσια, στο νου μου απευθείας ξετυλίχθηκε η αρχέγονη, αναπόφευκτη,
σπειροειδής διαδρομή του ανθρώπου: Τα μάτια και τ’ αυτιά που στέλνουν στο μυαλό
ό,τι έπειτα βγαίνει από το στόμα και τα χέρια, την ψυχή που γίνεται πολιτισμός
και που χάνεται στα βάθη του παρελθόντος, απ’ όπου και αντανακλάται, δίνοντας, συνειδητά ή
μη, νόημα στο σήμερα, το οποίο αλλιώς θα ήταν στείρο, ανήμπορο να γεννήσει το
μετά.
Δεν έχει όμως σημασία το τι
«διάβασα» εγώ πάνω σ’ εκείνο το βαμβακερό χαρτί. Δεν έχει την παραμικρή
σημασία, γιατί ένας πρόχειρος δικός μου ορισμός της τέχνης, τη θέλει να είναι
αυτό (ό,τι κι αν είναι αυτό!), το οποίο παρέχει την ελευθερία του να «βλέπει»
σ’ αυτό ο καθένας ό,τι μα ό,τι θέλει. Αυτός είναι κι ο λόγος της χθεσινής
επίσκεψής μου στο μουσείο. Δεν πήγα βέβαια να δω τι είδε η καλλιτέχνις. Βρέθηκα
εκεί για να προεκτείνω τα μάτια μου μέσα απ’ τα δικά της, να φτάσω επιτέλους εγώ
η ίδια στα σπλάχνα των κτιρίων, που σήμερα πια είναι οργανισμοί άρρωστοι άλλο
τόσο όσο και υγιείς.
Οι πολυκατοικίες στην
Αλεξάνδρας, υπηρέτησαν φιλότιμα τον πρώτο τους σκοπό, μετά πάλιωσαν, γέρασαν
μαζί με τους ανθρώπους τους, φθάρηκαν, ύστερα ήρθε μια γνωμοδότηση για
απαλλοτρίωση που τις καταδίκασε σε θάνατο, έπειτα τους δόθηκε χάρη, μαράζωσαν
όμως μ’ όλα αυτά και κακοποιήθηκαν. Αυτά τα προσφυγικά σπίτια, τα κιτρινωπά χαρτιά που πάνω τους, εκτός απ' τις δικές τους περιπέτειες, γράφτηκαν κι αν γράφτηκαν ανθρώπινες ιστορίες, σήμερα είναι
κι αυτά στη λίστα με τα τιμαλφή της πόλης μας, ένα κομμάτι του πιο πολύτιμου
όλων, του δικού μας θρύλου. Και εξακολουθούν να στέκουν εκεί πέρα τα έρμα, περιμένοντας
ακόμα την τελική ετυμηγορία, σαν υπόδικοι καμωμένοι από μπετό.
Προφανώς, τα μεσοπολεμικά
αυτά κτίσματα, από απόψεως αρχιτεκτονικής καλλιγραφίας δεν έχουν σπουδαία αξία.
Κι ας συγκαταλέγονται επισήμως ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα της ελληνικής
αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα. Ούτε είναι σημαντικά επειδή αποτελούν τα πρώτα
δείγματα λαϊκών πολυκατοικιών στην πρωτεύουσα. Είναι σημαντικά για άλλους
λόγους.
Για παράδειγμα, επειδή συνθέτουν έναν ανθεκτικό κρίκο της ανεκτίμητης αλυσίδας
που ονομάζεται συλλογική μνήμη, επειδή υπήρξαν υποδοχείς των ασήκωτων
συγκινησιακών φορτίων κάποιων εκατοντάδων ξεριζωμένων ψυχών απ’ τη Μικρά Ασία
και τον Πόντο, επειδή στα ντουβάρια τους έχει χαραχτεί, μέρα τη μέρα, ένα
μεγάλο κεφάλαιο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Της ίδιας ιστορίας που τώρα δα, αυτή τη στιγμή που εγώ πληκτρολογώ γράφεται και από κάποιους που σε λίγο μέσα στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας θ' αποκοιμηθούν, νόμιμα ή παράνομα, ουδόλως με απασχολεί.
Με μια κουβέντα, τα
προσφυγικά της λεωφόρου Αλεξάνδρας είναι ένα σπονδυλωτό πολιτιστικό μνημείο. Όχι νεκρό όμως, σαν πολλά άλλα μνημεία. Αυτό έχει σφυγμό. Πάλλεται κάτι μέσα 'κει. Το 'χει στοιχειώσει η ανάγκη για επιβίωση και μαζί η προσδοκία, η ελπίδα. Καλύπτεται από ένα πέπλο αναμονής. Η μοναδική αυτή πολιτιστική κληρονομιά επέζησε, παρότι ενταγμένη σ' ένα κρισιμότατο χωροταξικό τρίγωνο.
Σκιάζεται από τον μαρτυρικό "Άγιο Σάββα", το μεγαλύτερο αντικαρκινικό νοσοκομείο της χώρας, που βρίσκεται σχεδόν απέναντι από το πολυτάραχο γήπεδο "Απόστολος Νικολαΐδης", στο οποίο επί δεκαετίες εκτονώνονταν κάθε τόσο χιλιάδες καταπιεσμένα αρσενικά ένστικτα, και δίπλα ακριβώς στο μεγαθήριο της προστάτιδος της ηθικής τάξης, της μυθολογικής θεάς Θέμιδος, που τιμωρός όμοιός της δεν υπήρξε και μάλλον ούτε πρόκειται.
Περιτριγυρισμένα απ' την αγριότητα των νόμων και της φύσης των ανθρώπων, τα προσφυγικά της λεωφόρου Αλεξάνδρας, περιέργως διασώθηκαν. Και μιας και τα κατάφεραν, τους αξίζει άρα να αξιοποιηθούν, για να τα παραδώσουμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας με περηφάνια, όχι με το βλέμμα χαμηλά.
Θυμήθηκα τώρα μόλις κάτι που διάβασα το πρωί, γραμμένο απ' την ιστορικό, Τασούλα Βερβενιώτη: «Το πρόβλημα μ’ αυτήν την
πόλη, την Αθήνα, είναι ότι δεν θέλει την ιστορία της, δεν θέλει να μάθει για το
παρελθόν της. Για παράδειγμα τις φυλακές Αβέρωφ, που ήταν απέναντι από το
γήπεδο τις γκρέμισαν και δεν υπάρχει ούτε μια αναμνηστική πλάκα για το τι ήταν
αυτός ο χώρος. Γίνεται προσπάθεια να κρυφτεί το παρελθόν. Χωρίς μνήμη όμως δεν
μπορείς να κτίσεις το μέλλον σου σαν λαός».
Να παρατηρήσω με τη σειρά μου, πως
η μνήμη είναι μία ενιαία οντότητα. Δεν μπορείς να ακρωτηριάσεις τα μέρη εκείνα
που δε σου αρέσουν. Έτσι, η σπείρα καταστρέφεται. Για τα προσφυγικά μιλώντας,
αν αποκοπούν από κάθε μη επιθυμητό χαρακτηριστικό που απέκτησαν στο πέρασμα των
ετών, αυτομάτως θα γίνουν τα ίδια πρόσφυγες μέσα στην πόλη. Κι έτσι μοιραία, οι
κάτοικοι της πρωτεύουσας, θα τιμωρηθούμε με τη βουβαμάρα τους, που είναι ποινή βαριά
και που καμιά σχέση δεν έχει με την ανεκτίμητη εκείνη αρετή που ακούει στο όνομα σιωπή.
Γράφοντας ό,τι έγραψα ως αυτή τη γραμμή, θέλησα να αναλύσω γιατί πιστεύω πως η Κλεοπάτρα Χαρίτου, ετοιμάζοντας αυτή της την έκθεση, δεν
έκανε μόνο τέχνη. Ούτε πως ικανοποίησε απλώς τα περίεργα βλέμματά μας. Με
τα έργα της, ανέλαβε να παρουσιάσει στο κοινό μοναδικά φωτογραφικά ντοκουμέντα,
άμεσα συνδεδεμένα με τη μνήμη των Μικρασιατών προσφύγων και βέβαια τις πολλαπλές
μεταγραφές αυτών των οικοδομημάτων μέσα στον αθηναϊκό χωροχρόνο. Ανέλαβε, εν
ολίγοις, μια μεγάλη ευθύνη, ικανή ακόμα και να επηρεάσει την μετέπειτα πορεία
αυτών των κατοικιών.
Θα έφευγα λοιπόν σχεδόν
ευγνώμων από την έκθεσή της, αν πλάι στην καλλιτεχνία, μου προσφερόταν εξίσου
γενναιόδωρα το κατ’ εμέ αναγκαίο, μερικά βασικά ιστορικά στοιχεία και κάποιες
χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τα κτίσματα αυτά. Συνήθως, όταν πρόκειται για
τέχνη, αδιαφορώ για την επιστήμη, σχεδόν την περιφρονώ. Στην προκειμένη
περίπτωση όμως, η πολύ καλή δουλειά που είδα, θα ήταν άριστη, αν είχε
προβλεφθεί να μπολιαστεί το συναίσθημα με λίγο ακόμα αναγκαία γνώση, το
σύνδεσμο για να είμαι πιο ακριβής των εκθεμάτων με την πραγματικότητα.
Χθες, έτσι περίπου γκρίνιαζα στη
φίλη μου γι αυτές τις ελλείψεις που εντόπισα κι εκείνη -τι να 'κανε;- κουνούσε τα κεφάλι συγκαταβατικά. Έμεινα κατά μία έννοια απογοητευμένη
από την έκθεση. Κι αυτό γιατί η ευρύτητα του τίτλου της με είχε προϊδεάσει για κάτι πιο ολιστικό. Μέχρι σήμερα όμως, πρόλαβα να αναθεωρήσω.
Καλύτερα, λέω τώρα, που
η φωτογράφος χειρίστηκε το θέμα της κατ’ αυτόν τον αποσπασματικό, αφαιρετικό τρόπο. Δεν
καταχράστηκε τα προσφυγικά σπίτια, θέλω να πω δεν τα εξάντλησε. Κι αυτό, εκτός
απ’ οτιδήποτε άλλο, είναι και μια έκφραση σεβασμού. Η Κλεοπάτρα παρέδωσε πρόθυμα
τη σκυτάλη στους υπόλοιπους καλλιτέχνες. Δε φέρθηκε εγωιστικά, δεν τους
αποστέρησε το δικαίωμα να επιχειρήσουν τις δικές τους, επόμενες, αλλιώτικες
καταγραφές.
Όσο για τους επισκέπτες της
έκθεσης, η δική της απέχθεια προς τη φλυαρία, επέτρεψε σ’ αυτούς να ανασύρουν
απ’ τη μνήμη τους όσα ήδη γνωρίζουν για τα ιστορικά κτίρια, αλλά και να
αναζητήσουν τυχόν άγνωστες πληροφορίες. Παρότρυνε δηλαδή τον γόνιμο
προβληματισμό, πράγμα σπουδαίο για κάθε άνθρωπο ανεξαιρέτως. Και βέβαια, έτσι άφησε
και σε μένα μια τρυπούλα, για να χωθώ και να προσθέσω όσα εκείνη παρέλειψε,
σκόπιμα ή όχι.
Εκτός αυτών, επίσης τη
δικαιολογώ για όσα δεν έθιξε, όχι μόνο γιατί δεν αφορά κανέναν το είδος του
Λόγου που επιλέγει ο καλλιτέχνης να χρησιμοποιήσει, αλλά επίσης γιατί συμβαίνει
να ξέρω καλά πως όταν ένας δημιουργός συνεργάζεται με βαρυσήμαντους πολιτιστικούς
φορείς (ιδιωτικούς ή κρατικούς, αδιάφορο), αν δηλαδή θέλει να έχει κάποιο
μέλλον, οφείλει να σεβαστεί ένα σωρό κανόνες, πολιτικοκοινωνικού κατά κύριο
λόγο περιεχομένου.
Είναι κάμποσοι οι περιορισμοί, τα θέματα, μ’ άλλα λόγια, στα
οποία και να θέλει ο καλλιτέχνης, αν ενδιαφέρεται να συνεχίσει να δείχνει τη
δουλειά του σε χώρους με κύρος, δεν μπορεί να αναφερθεί. Δεν είναι απόφαση της
Κλεοπάτρας αυτή, σε καμία περίπτωση. Είναι απλώς μια απ’ τις αναρίθμητες
πρακτικές εφαρμογές της ρήσης «ουδέν καλόν αμιγές κακού». Κι είναι και ζήτημα
αρχής εν τέλει. Όταν φιλοξενείσαι οπουδήποτε, είναι αδιανόητο να προσβάλλεις
τους οικοδεσπότες σου ή τους φίλους τους.
Εκτός από μένα όμως, η δημιουργός δικαιολογείται πολύ
πιο εύστοχα κι από έναν διεθνούς φήμης ιστορικό τέχνης και φωτογραφίας, τον Άγγλο Ian
Jeffrey. Στην έκθεσή της, υπάρχει τυπωμένο ένα δικό του κείμενο, στο
οποίο μεταξύ άλλων αναφέρονται τα εξής ενδιαφέροντα: «Αυτές οι φωτογραφίες των προσφυγικών
της λεωφόρου Αλεξάνδρας είναι φαινομενικά η καταγραφή ενός ενδιαφέροντος χώρου,
αλλά ο πραγματικός τους σκοπός είναι να μας συστήσουν την ίδια τη φωτογράφο,
την εκπρόσωπό μας που δρα για λογαριασμό μας, που περιεργάζεται, τεντώνεται ή
σκύβει. Εδώ, το θέμα που κρύβεται πίσω απ’ τις φωτογραφίες είναι η ίδια η
φωτογράφος, όχι σαν νους που ελέγχει, αλλά σαν μια έμψυχη ουσία που βρίσκεται
υπό τον έλεγχο αυτού του ιδιαίτερου χώρου».
«Όχι σαν νους που ελέγχει».
Υπέροχη φράση αυτή, ανάλαφρη. Κι εδώ θα σταθώ στη ματιά της καλλιτέχνιδος, που
οπωσδήποτε υπήρξε «λεπτή». Της εμπιστεύτηκαν επί χρόνια διακόσια κλειδιά κι
εκείνη σεβάστηκε απόλυτα αυτές τις εκχωρημένες αρμαθιές. Ο φακός της, δεν
άρπαξε βίαια την ψυχή αυτών των χώρων, είναι προφανές. Διείσδυσε στα ενδότερά
τους, μάλλον όμως του επέτρεψε απλώς να τους χαϊδέψει. Όχι μόνο πολύ-πολύ επιλεκτικά, αλλά επίσης και απαλά, χωρίς να τους
ταράξει περισσότερο. Φαντάζομαι τη φιγούρα της να ελαφροπατάει ανεβαίνοντας σαστισμένη
τις σκάλες, εκεί πέρα μέσα.
Στην έκθεση, η ίδια έχει γράψει: «Τα σπίτια είναι
δοχεία ζωής», κουβέντα δανεισμένη από τον Άρη Κωνσταντινίδη, τον αείμνηστο αρχιτέκτονα
της γενιάς του ’40, που σχεδιάζοντας κυρίως φιλοσοφούσε. Και στο τέλος του
ανηρτημένου κειμένου της, η καλλιτέχνις εξηγεί πόσο τρυφερή υπήρξε μέσα σ’ αυτά
τα δοχεία: «δεν μετακίνησα το παραμικρό, φωτογράφισα τα πάντα ακριβώς όπως τα
βρήκα, σεβόμενη την ιστορία τους».
Το μόνο που δεν καταλαβαίνω κι
ας με συγχωρέσει η Κλεοπάτρα για το σχόλιο, είναι γιατί για τα εκατό εκθέματα
που είδα, της χρειάστηκαν πέντε ολόκληρα χρόνια αλλεπάλληλων επισκέψεων στα
εγκαταλελειμμένα προσφυγικά, όπως αναγράφεται στον εκθετήριο χώρο, ή ακόμα
χειρότερα, επτά χρόνια, όπως άκουσα την ίδια να λέει. Ένας επαγγελματίας και
μάλιστα με περισσότερα από είκοσι χρόνια εμπειρίας στο αντικείμενο, μπορεί να
πατήσει το κουμπάκι της κάμεράς του εκατοντάδες φορές μέσα σε μία μόλις μέρα.
Και οι απίστευτες δυνατότητες
που παρέχουν τα σχετικά λογισμικά, δεν απαιτούν πια από το φωτογράφο την σχεδόν
υστερική προσοχή του κατά τη λήψη, όπως συνέβαινε πριν τους ηλεκτρονικούς
υπολογιστές. Τάχιστα γίνονται σήμερα οι απαιτούμενες διορθώσεις και το
αποτέλεσμα αυτών των επεμβάσεων μπορεί να είναι κομψό και ισορροπημένο ακόμα κι
από έναν αρχάριο.
Δε θα υποδείξω βέβαια εγώ στον κάθε καλλιτέχνη το ρυθμό με
τον οποίο θα πρέπει να παράγει. Κι ο Ελύτης άλλωστε, για να κερδίσει το νόμπελ
ασχολήθηκε με το «άξιον εστί» χρόνια και χρόνια. Γι’ αυτό θα προσπεράσω τις
ενστάσεις μου για τη σχέση που συνδέει τις εργατοώρες που δαπάνησε η
καλλιτέχνις με το αποτέλεσμα που περιεργαζόμουν εγώ χθες.
Θα αναφέρω μόνο μερικά
στοιχεία, που φωτίζουν τα προσφυγικά επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας κι απ’ άλλες
πλευρές, πέραν της καλλιτεχνικής. Το ιστορικό αυτών των απέριττων οικοδομών με
την αυστηρά ωφελιμιστική κι ως εκ τούτου εργονομική διαρρύθμιση, ξεκίνησε στα
σχεδιαστήρια του Κίμωνα Λάσκαρι (1905-1978) και Δημήτριου Κυριακού (1881-1971).
Οι άχαροι αυτοί όγκοι από πλάκες σκυροδέματος, ορθώθηκαν τη διετία 1933 – 1935,
ολότελα παράφωνοι προς την αρέσκεια της εποχής για τη δομική ωραιότητα.
Οι
πολυκατοικίες που δημιούργησαν στο χαρτί με τα μολύβια τους οι δύο επιφανείς
αστοί, υπάλληλοι τότε και οι δύο της τεχνικής υπηρεσίας του υπουργείου
προνοίας, έπρεπε να στεγάσουν πρόσφυγες, ταλαίπωρους ανθρώπους με άμεσα
πρακτικά προβλήματα. Και εννοείται πως η ανέγερσή τους έπρεπε να κοστίσει όσο το δυνατόν λιγότερο. Γι αυτό και δεν επιχειρήθηκε καμία διακοσμητική επέμβαση.
Όλη η βαρύτητα δόθηκε στη λειτουργικότητα των κτιρίων.
Η παντελής απουσία αρχιτεκτονικού
διακόσμου όμως, όσο εχθρικός κι αν φάνηκε στους πρώτους που εγκαταστάθηκαν σ' αυτά, αποδείχθηκε ανέλπιστα χρήσιμος. Επέτρεψε στις προσωπικότητες του έμψυχου περιεχομένου αυτών των
κτισμάτων να αναδειχθούν ελεύθερα. Τα πανομοιότυπα κτίρια με μοναδικό στολίδι τους ένα επίχρισμα ώχρας στη
λιθοδομή ολόγυρά τους (λύση ασφαλής αν και μονότονη), σιγά-σιγά
άρχισαν να λυγίζουν από τη δύναμη των ιδιαιτεροτήτων του κάθε τους ενοίκου. Βούλιαξαν οι συμπαγείς τους όγκοι μέσα στα συναισθήματα εκείνων που άνοιγαν τα πατζούρια τους κάθε πρωί. Θανατώθηκε η ισοπεδωτική ομοιομορφία τους.
Τα
στενά μπαλκόνια απέκτησαν ταπεινές αλλά φροντισμένες γλάστρες και κατακάθαρες μπουγάδες κρεμάστηκαν στα κάγκελά τους. Μοσχοβολιές σίγουρα θα ξεχύνονταν ως κάτω, στην είσοδο,
απ’ τα επιδέξια μαγειρέματα στις φτωχικές φουφούδες, τα κτίρια θα αντιλαλούσανε
τα γέλια των πιτσιρικάδων αλλά και τις φωνές απ’ τους καυγάδες που αναστατώνουν
κάθε φυσιολογική οικογένεια, οι τοίχοι μέσα βάφτηκαν με χρώματα έντονα για να
ξορκίσουνε την έξω κιτρινίλα και τη λύπη που αυτή υπενθύμιζε. Τα άψυχα κτίσματα της ανάγκης, απ' όταν υποδέχτηκαν τους πρόσφυγες,
απέκτησαν ζωή και βαθμηδόν διαμόρφωσαν έναν χαρακτήρα πέρα για πέρα
αυθεντικό.
Όσον αφορά τα
τεχνικά χαρακτηριστικά τους, τα προσφυγικά της λεωφόρου Αλεξάνδρας, είναι
διαμπερή, με κεντρικό κλιμακοστάσιο και έχουν φυσικό φωτισμό καθ’ όλη τη
διάρκεια της μέρας, στοιχείο που τους εξασφαλίζει μια σχετική προστασία, τόσο
απ’ τη θερμότητα, όσο κι απ’ τον ήχο. Ανά τρία διαμερίσματα αναλογεί ένα
πλυσταριό, ενώ και οι οκτώ πολυκατοικίες διαθέτουν ταράτσες, στις οποίες
κατέληγαν τα μπουριά από τις σόμπες που χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυραίοι για τη
θέρμανση των σπιτιών τους.
Η μεγάλη
περιπέτεια των προσφυγικών πολυκατοικιών ξεκίνησε το 1999, όταν ο υπουργός
οικονομικών, Γιάννος Παπαντωνίου, αποφάσισε το γκρέμισμά τους και την
αντικατάστασή τους από δημόσιο πάρκο. Τότε, οι ιδιοκτήτες (στους οποίους η
κυριότητα των διαμερισμάτων περιήλθε προ εξηνταπενταετίας, αφότου είχε καθένας
τους καταβάλλει το ποσό των ογδόντα χιλιάδων δραχμών για το κάθε
παραχωρητήριο), κινητοποιήθηκαν.
Η τιμή
που πρότεινε το δημόσιο για την εξαγορά κάθε διαμερίσματος ήταν πενήντα
χιλιάδες ευρώ, ποσό που μετά βίας ξεπερνούσε το ήμισυ της πραγματικής εμπορικής
αξίας κάθε ενός απ’ αυτά τα σπίτια των πενήντα πέντε τετραγωνικών μέτρων, όπως
τουλάχιστον δήλωσε προ καιρού ο αρχιτέκτονας Δημήτης Ευταξιόπουλος, γόνος
οικογένειας από την Τραπεζούντα, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα από
αυτά.
Το 2001, τα διαμερίσματα στα προσφυγικά
άρχισαν να εγκαταλείπονται ένα-ένα. Μέσα σε λίγους μήνες, το εξήντα τοις εκατό
εξ αυτών είχαν πια πουληθεί, κατά τα φαινόμενα μετά από υπερεντατικές πιέσεις του κράτους. Κατά κάποιον τρόπο, οι ιδιοκτήτες τους υποχρεώθηκαν
τότε ξανά στην προσφυγιά.
Η κατάσταση δραματοποιήθηκε όταν στη διάρκεια των
προετοιμασιών για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, η λεωφόρος Αλεξάνδρας
συμπεριλήφθηκε στους ολυμπιακούς άξονες. Εν όψει των ολυμπιακών έργων, το
κεντρικό συμβούλιο νεώτερων μνημείων καταδίκασε με απόφασή του τις έξι από τις
οκτώ πολυκατοικίες σε κατεδάφιση, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε, χάρη στην
προσωρινή απόφαση του συμβουλίου της επικρατείας, που απαγόρεψε οποιαδήποτε
παρέμβαση στο συγκρότημα, χωρίς τη δική του σχετική τελική απόφαση.
Το 2006, ενενήντα από τα προσφυγικά αυτά
διαμερίσματα εξακολουθούσαν να κατοικούνται. Τα υπόλοιπα εκατόν τριάντα οκτώ
είχαν ήδη περιέλθει στο δημόσιο με εξαγορά, εν όψει της ανάπλασης της ευρύτερης
περιοχής του γηπέδου του Παναθηναϊκού. Την ίδια χρονιά, οι αρχιτέκτονες του
Μετσοβίου απαίτησαν ομόφωνα την προστασία των κτισμάτων από την πολιτεία και το
συμβούλιο της επικρατείας κατέληξε πως τα προσφυγικά ήταν αναγκαία στο αθηναϊκό
αστικό τοπίο και άρα έπρεπε να διατηρηθούν. Το ζήτημα έληξε όπως έπρεπε δύο
χρόνια μετά, όταν πια οι οκτώ προσφυγικές πολυκατοικίες κατέκτησαν τον ανώτατο
τίτλο τιμής για κάθε κτίσμα.
Το 2008, το υπουργείο πολιτισμού,
χαρακτηρίζοντας το ιστορικό συγκρότημα διατηρητέο, το έσωσε από τον κίνδυνο της
κατεδάφισης. Ωστόσο, τα οκτώ αυτόνομα κτίρια παραμένουν μέχρι σήμερα
αναξιοποίητα και ρημάζουν λίγο-λίγο. Σήμερα, από τα συνολικά διακόσια είκοσι
οκτώ διαμερίσματα, τα εκατόν εβδομήντα επτά ανήκουν στο δημόσιο (ειδικότερα,
στην κτηματική εταιρεία του δημοσίου και το υπουργείο περιβάλλοντος ενέργειας
& κλιματικής αλλαγής) και πενήντα ένα ανήκουν σε ιδιώτες. Όσον αφορά τους
υπαίθριους περιβάλλοντες χώρους, το λόγο έχει ο δήμος Αθηναίων, ενώ οποιαδήποτε
παρέμβαση πρέπει να έχει την πρότερη έγκριση του υπουργείου πολιτισμού και του
κεντρικού συμβουλίου νεώτερων μνημείων.
Αυτή τη στιγμή, που η Αθήνα
καλείται να διαχειριστεί πάμπολλους άστεγους, καθώς και πλήθη ξενόφερτων ανθρώπων (δεν ξέρω πως αλλιώς να τους
χαρακτηρίσω, γιατί οι διαφορές λαθρομεταναστών και προσφύγων δεν είναι τελικά
παρά επιδερμικές), το παράδειγμα των προσφυγικών της λεωφόρου Αλεξάνδρας νομίζω
πως είναι εξαιρετικά διδακτικό. Τα κτίρια αυτά, χτίστηκαν πριν από ογδόντα ολόκληρα
χρόνια, ως πρακτική εφαρμογή ενός αξιοθαύμαστου προγράμματος κοινωνικής
μέριμνας. Οπωσδήποτε όμως, εκείνη ήταν μία τελείως διαφορετική συγκυρία από τη
σημερινή, ποιοτικά και κυρίως ποσοτικά, άρα θα ήταν μάλλον άσκοπο να επεκταθώ
περισσότερο.
Όπως και να ’χει
πάντως, επείγει τώρα να παρθούν δραστικές αποφάσεις. Πως θα επισκευαστούν και
κυρίως πως θα χρησιμοποιηθούν αυτά τα διαμερισματάκια με την τόσο βαριά κληρονομιά.
Προς το παρόν, φαίνεται πως διάφοροι λούμπεν προλετάριοι έχουν οικειοποιηθεί
αρκετά από τα κενά διαμερίσματα κι οι ελάχιστοι από τους νόμιμους ιδιοκτήτες
που εξακολουθούν να κατοικούν στα προσφυγικά δυαράκια, αγανακτούν. Λένε πως το
κράτος αδιαφορεί τελείως για τις επιτακτικές ανάγκες συντήρησης των κτισμάτων,
κάποια σημεία των οποίων ίσως και να καταρρεύσουν σύντομα, για τους
βανδαλισμούς που γίνονται σ’ αυτά απ’ τους καταληψίες και για τους κινδύνους
που οι ίδιοι διατρέχουν, συγκατοικώντας με «κάθε καρυδιάς καρύδι».
Σίγουρα, η
επανάχρηση αυτών των κτιρίων απαιτεί προσεκτική σκέψη. Αμέτρητες χρήσεις όμως
θα τους ταίριαζαν. Και οι προτάσεις είναι πολλές και ενδιαφέρουσες. Προσωπικά, εύχομαι να αφιερωθούν στον πλέον κατάλληλο για τις δυνατότητές τους κοινωφελή σκοπό. Συμφωνώ βέβαια
πως τα οκτώ γιγάντια μουσταρδί LEGO της πόλης
μας, πρέπει άμεσα να προστατευθούν απ΄ την κατάρρευση. Και ανεξάρτητα από το ποιους θα αποφασιστεί να
στεγάσουν τελικά, η επισκευή τους οφείλει να γίνει με τρόπο αριστοτεχνικό.
Να μην
καταπλακωθεί σε καμία περίπτωση η ιστορική διαδρομή των κτιρίων στο όνομα μιας
ριζικής ανακαίνισης. Γιατί η εγκατάλειψη και η φθορά τους απ’ το πέρασμα του
χρόνου, είναι κι αυτές μέρος της ιστορίας τους. Δε θα με γοήτευε διόλου αν
έξαφνα έβλεπα μια μέρα τα προσφυγικά της Αλεξάνδρας να στέκουν λαμπερά, σαν
ολοκαίνουργια. Δεν έχουν κάτι να μου δώσουν ιδωμένα ως νεόδμητα
αρχιτεκτονήματα.
Να αποκατασταθούν
τα κτίρια, αυτό θέλουμε οι περισσότεροι, αν τυχόν όμως, ακόμα κι από υπερβάλλοντα ζήλο,
οι αρμόδιοι εγκρίνουν κάποια μέρα να διαγραφεί κάθε στοιχείο παρακμής τους, το
αποτέλεσμα μαντεύω πως θα είναι βέβηλο. Ίσως λιγότερο κακό απ’ το αν αφεθούν να
ρημάξουν ολότελα και να γκρεμιστούν στο τέλος απ’ το βρόχινο νερό, τον κατ’ εξοχήν
εχθρό κάθε παλιού κτιρίου, πάντως κάθε μια από τις διαδοχικές εγγραφές σ’ αυτές
τις τσιμεντένιες κιβωτούς της μνήμης μας, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να
αντιμετωπιστούν με τον ίδιο σεβασμό. Να αναδειχθούν όλες τους όσο καλύτερα γίνεται, χωρίς
ρατσιστικές διακρίσεις, όπως καμιά φορά παρατηρώ σε γηραιά
κτίρια που μετά την επιπόλαια επισκευή τους είναι πιο αξιολύπητα απ’ ότι υπήρξαν πριν
από αυτή.
Αλλά
για να τελειώσω από εκεί απ’ όπου ξεκίνησα, η έκθεση της Κλεοπάτρας Χαρίτου με
τίτλο «τα προσφυγικά της λεωφόρου Αλεξάνδρας» αποτελείται από δύο ενότητες. Οι
μισές φωτογραφίες της αφορούν
κλιμακοστάσια και μερικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής των κτιρίων και οι
υπόλοιπες είναι παρμένες στο εσωτερικό κάποιων διαμερισμάτων, με έμφαση σ’
ορισμένα αντικείμενα που άφησαν οι ένοικοί τους φεύγοντας. Η έκθεση όμως έφτασε
στο τέλος της. Για όποιον επιθυμεί να την επισκεφτεί, μένει μονάχα η αυριανή μέρα. Αύριο, Κυριακή των εκλογών, τα δημόσια μουσεία θα είναι βεβαίως
κλειστά.
Αν όμως
κάποιος στην Αθήνα χρειαστεί ένα γερό «οφθαλμόλουτρο»... δεν έχει παρά να
πεταχτεί μέχρι του Τρελαντώνη, σ' αυτό το κτίριο λίγο πιο κάτω απ’ το Γκάζι, πηγαίνοντας
προς Πειραιά, στο δεξί χέρι. Η πύλη του θα είναι ορθάνοιχτη απ' το πρωί. Κι όποιος τη
διαβεί θα ξαφνιαστεί, αντικρίζοντας τα θεόρατα τοτέμ του Θεόδωρου Παπαγιάννη, επιβλητικά
παραταγμένα στο αίθριο του μουσείου, σαν στρατός βγαλμένος μέσα από όνειρο. Φεύγοντας,
ο αυριανός επισκέπτης είναι βέβαιο πως θα νιώθει πολύ τυχερός που πρόλαβε τις
«ζωγραφιές» της Κλεοπάτρας ακριβώς την ώρα του φινάλε. Εγώ μια φορά, αύριο θα ξαναπάω! Αφού φυσικά θα 'χω προηγουμένως ψηφίσει αυτούς που θεωρώ ότι αξίζουν να βρεθούν μέσα στη βουλή των Ελλήνων, το σημαντικότερο απ' όλα τα κτίρια, εκεί όπου αποφασίζονται οι τύχες όλων μας, είτε είμαστε πλασμένοι από σάρκα και οστά, είτε από τούβλα και σοβάδες.
|
η Κλεοπάτρα Χαρίτου στη φωτογραφική έκθεσή της στο μουσείο Μπενάκη |
|
μία από τις αιματοβαμμένες μέρες του Δεκέμβρη του 1944 |
|
|
|
κλκλ
λ΄λ
|
σημάδια, ετών 68
|
|
κατόψεις των δίχωρων διαμερισμάτων, εμβαδού 55 m2 έκαστο |
|
έχουμε και λέμε: 140 άδεια σπίτια και 2000 άστεγοι! |
|
πανώ του ακτιβιστικού προγράμματος δωρεάν σίτισης "ο άλλος άνθρωπος - κοινωνική κουζίνα", http://oallosanthropos.blogspot.com/ |
|
έξω απ' τα προσφυγικά, εθελοντές της ομάδας "ο άλλος άνθρωπος" προσφέρουν σε νεαρούς (λαθρο)μετανάστες ένα αξιοπρεπές μεσημεριανό γεύμα |
σημείωση: επειδή βρέθηκαν ήδη δύο με την ίδια απορία... όχι ρε παιδιά, οι ανωτέρω φωτογραφίες δεν είναι της Κλεοπάτρας Χαρίτου. στο ίντερνετ τις βρήκα, τις σουλούπωσα λίγο και τις πρόσθεσα για να συμπληρώσουν όσα έγραψα. η μόνη φωτογραφία από την έκθεση είναι αυτή της εισαγωγής.