Η ελκυστική κυρία της φωτογραφίας λέγεται Λιόπη Αμπατζή, έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες και ανθρωπολογία και πλέον υπηρετεί ως λέκτορας στο τμήμα Φιλοσοφικών & Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, παραδίδοντας μαθήματα περί φύλου και σεξουαλικότητας.
Για να φτάσει όμως στη σημερινή της θέση και να απολαύσει το κύρος που περιβάλλει τον πανεπιστημιακό θώκο, η Λιόπη πέρασε μέσα από τη νύχτα και μάλιστα είδε για τα καλά το αδυσώπητο πρόσωπο της νύχτας, αφού επί τέσσερις μήνες έκανε κονσομασιόν σε «μπαρ με γυναίκες».
Γιατί αυτό; Μα για να ολοκληρώσει τη διδακτορική διατριβή της, που στη συνέχεια δημοσιεύτηκε από τις εκδόσεις Κέδρος με τον τίτλο «ποτό για παρέα», βιβλίο το οποίο βέβαια έγινε ανάρπαστο, μιας και ήταν η πρώτη μελέτη που φώτιζε ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού της εποχής μας.
Αυτή η πρωτότυπη δουλειά αγαπήθηκε από το ευρύ αναγνωστικό κοινό γιατί, αν και επιστημονική εργασία, διέφερε πολύ από τα συνηθισμένα συγγράμματα με τη βαρετή, «ξύλινη» γλώσσα. Τούτο ήταν μια σπαρταριστή προσωπική καταγραφή που παρείχε στον αναγνώστη πρόσβαση στον απαγορευμένο για τους πολλούς κόσμο της σχεδόν πορνείας.
Ο εξαιρετικός τρόπος που η 25χρονη τότε Λιόπη αποτύπωσε στο χαρτί την επιτόπια εθνογραφική έρευνά της στο λεγόμενο «κωλόμπαρο», το χώρο δηλαδή της εμπορευματοποιημένης ερωτικής επικοινωνίας, απέδωσε ένα βιβλίο ψυχαγωγικό, με την πλήρη έννοια αυτού του όρου.
Η ίδια, πέρσι σε συνέντευξή της στην «Ελευθεροτυπία», είπε: «Κατά βάθος δεν ξέρω ούτε γιατί διάλεξα αυτό το θέμα, ούτε γιατί δούλεψα στο μπαρ. Ξέρω, ωστόσο, πως ό,τι έκανα, το έκανα με γνήσιο ενδιαφέρον και με πάθος, και ότι οι εμπειρίες που απέκτησα δεν μεταφέρονται στο χαρτί, δεν μπαίνουν σε κουτάκια, δεν αναλύονται αλλά θα είναι πάντα μαζί μου, με όλο το μυστήριο που τις περιβάλλει».
Είθε κάθε μελλοντικός πανεπιστημιακός δάσκαλος να ψάχνει ασταμάτητα. Όχι μόνο στα βιβλία. Να ψάχνει με γνήσιο ενδιαφέρον και με πάθος και έξω στη ζωή, αλλά και βαθιά μέσα του. Κι έπειτα να γράφει τα βιβλία του απλά και ουσιαστικά. Μη μπα και κάποτε καταφέρουν τα σχολεία μας να γίνουνε καλύτερα.
κυρία Αμπατζή... τα σέβη μας!