Η ιστορία του πανεπιστημιακού ασύλου στην Ελλάδα, γέρασε πια
κι αυτή, μαζί με τους αγωνιστές του Πολυτεχνείου. Όλα ξεκίνησαν πριν από
σαράντα δύο χρόνια. Οι μεγαλύτεροι θυμούνται ασφαλώς ή έστω έχουν ακουστά τη
μεγαλειώδη κατάληψη στη Νομική, τον Φεβρουάριο του 1973.
Για τους νεότερους, χρειάζεται ίσως να επισημανθεί πως στις
21 εκείνου του Φλεβάρη, περίπου τέσσερις χιλιάδες φοιτητές κατέλαβαν το κτίριο
της σχολής στην οδό Σόλωνος. Από την ταράτσα καλούσαν τον λαό της Αθήνας να
συμπαρασταθεί στον αγώνα τους, απαγγέλλοντας τον όρκο:
«Εμείς οι φοιτητές των
Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ορκιζόμαστε στο όνομα της Ελευθερίας να
αγωνισθούμε μέχρι τέλους για την κατοχύρωση των ακαδημαϊκών ελευθεριών, του
πανεπιστημιακού ασύλου και της ανακλήσεως όλων των καταπιεστικών νόμων και
διαταγμάτων».
Οι πρυτανικές αρχές της περιόδου ανέχτηκαν σιωπηλά την
κατάληψη και δεν ζήτησαν την επέμβαση της αστυνομίας. Ας τονιστεί όμως η
ιδιαιτερότητα της συγκυρίας, πως δηλαδή τότε επρόκειτο για φοιτητές, φοιτητές
που είχαν εξεγερθεί εναντίον τυράννων. Αμέτρητοι πολίτες μάλιστα, ανάμεσα στους
οποίους ήταν πολιτικοί αλλά και άνθρωποι του πνεύματος, έσπευσαν να
υπερασπιστούν τους νεαρούς καταληψίες.
Παρ’ όλα αυτά, αστυνομικές δυνάμεις εισέβαλλαν την επομένη
στη Νομική και έπαυσαν δια της βίας την κατάληψη. Η συνέχεια, τον Νοέμβριο του
ίδιου έτους στο Πολυτεχνείο, είναι λίγο-πολύ γνωστή σε όλους, οπότε θα ήταν
άσκοπη οποιαδήποτε αναφορά στα γεγονότα που γιορτάζονται κάθε χρόνο έκτοτε,
στις 17 αυτού του μήνα, παρότι πλέον ολοένα και πιο ξέθωρα.
Εκείνο που αξίζει να σημειωθεί είναι πως η προστασία του
πανεπιστημιακού ασύλου τέθηκε ως ζήτημα αφότου η χώρα απαλλάχτηκε από τους
δικτάτορες, εξ’ αφορμής των δικών τους τρομοκρατικών κατασταλτικών μεθόδων και
με γνώμονα την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στον τόπο και την διασφάλισή της σε
βάθος χρόνου.
Το πρώτο διάστημα μετά την πτώση της Χούντας, οι υπουργοί
παιδείας άλλαζαν σαν τα πουκάμισα. Και βρίσκω πως έχουν ενδιαφέρον τα λόγια του
νομικού Παναγιώτη Ζέπου (1908-1985), ο οποίος διετέλεσε δεύτερος κατά σειρά
υπουργός παιδείας της μεταπολίτευσης (υπηρέτησε το διάστημα 21.11.1974 -
05.01.1976, επί πρωθυπουργίας Κ. Καραμανλή).
Εν έτει 1975, σε συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής, και
ειδικότερα στη διάρκεια συζήτησης επί του Συντάγματος που ψηφίστηκε και άρχισε
να ισχύει τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς (το οποίο ως γνωστόν καθιέρωσε ως
πολίτευμα της Ελλάδας την Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία), αναφέρθηκε
στο δίκαιο του πανεπιστημιακού ασύλου ως εξής:
«Είναι κάτι τι το
οποίον βεβαίως εξυπηρετεί ωρισμένας ιδέας, αλλά είναι και κάτι τι το
επικίνδυνον. Διότι, συνταράσσει ή ταράσσει την ενιαίαν λειτουργίαν της
πολιτείας. Δεν είμαι -και θέλω αυτό να το τονίσω σαφέστατα από του βήματος
αυτού!- εναντίον της ιδέας του πανεπιστημιακού ασύλου. Αλλά φοβούμαι την
συνταγματικήν κατοχύρωσιν μιας τοιαύτης διατάξεως. Διότι δεν γνωρίζω -και με
συγχωρείτε δια την αγραμματοσύνην μου- πού είναι δυνατόν μία τέτοια
συνταγματική διάταξις να μας οδηγήση. Θα προτιμούσα αυτό, εάν τυχόν παραστή
ανάγκη να ρυθμισθή με κάποιον νόμον, αλλά όχι με συνταγματικήν διάταξιν. Διότι
φοβούμαι ότι είναι ενδεχόμενον να αντιμετωπίσωμεν προβλήματα από μίαν τοιαύτην
συνταγματικήν διάταξιν τα οποία ουδεμία πτέρυξ εις την αίθουσαν αυτήν θα είναι
δυνατόν να αποδεχθή».
Δύο χρόνια μετά, και συγκεκριμένα στις 23 Μαρτίου 1977, ο
εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ευστράτιος Μπλέτσας, σε σχετική γνωμοδότησή του
προς το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, επεσήμανε ότι το πανεπιστημιακό άσυλο «έγκειται εις την εκ της συνταγματικώς
κατοχυρωμένης ελευθερίας της τέχνης και της επιστήμης, ως και της ερεύνης και
διδασκαλίας».
Διευκρίνισε δε, πως «η
παρουσία της αστυνομικής αρχής και η υπ’ αυτής ενέργεια των εκ των νόμων
επιβαλλόμενων εις αυτήν, εις προσιτούς εις πάντα πανεπιστημιακούς χώρους» καθώς
και «προκειμένου περί περικλείστων
πανεπιστημιακών χώρων, εφ’ όσον αι είσοδοι προς αυτούς παραμένουσι ανοικταί δια
την ανέλεγκτον είσοδον των βουλομένων, δεν χρήζει της αδείας οιουδήποτε».
Εν ολίγοις, σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο, το πανεπιστημιακό
άσυλο δεν αφορούσε κάλυψη τυχόν παρεκτροπών εάν αυτές προσελάμβαναν τον
χαρακτήρα εγκλήματος, εξ επαγγέλματος διωκτέου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η
έφοδος της αστυνομίας θεωρούταν επιβεβλημένη εκ των καθηκόντων της, συνεπώς δεν
προϋπόθετε πρότερη έγκριση των πρυτανικών αρχών.
Μετά λοιπόν την απομάκρυνση των Συνταγματαρχών από την
εξουσία και μέχρι το 1982, που πλέον το πανεπιστημιακό άσυλο κατοχυρώθηκε
νομοθετικά, η έννοιά του ουδέποτε κρίθηκε επίσημα συνώνυμη με την προστασία της
ασυδοσίας ή της παρανομίας. Μονό κατά παράφραση δινόταν τέτοια ερμηνεία κι όταν
εφαρμοζόταν τοιουτοτρόπως, εφαρμοζόταν επί της ουσίας αυθαίρετα.
Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Α. Παπανδρέου το 1981,
δεν άργησε να οδηγήσει σε νομική κατοχύρωση «της ακαδημαϊκής ελευθερίας,
της ελεύθερης επιστημονικής αναζήτησης και της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών» εντός
των πανεπιστημίων της χώρας.
Την επόμενη κιόλας χρονιά, ο Νόμος περί της δομής και
λειτουργίας των ΑΕΙ (1268/16.07.1982), εκτός από τις διατάξεις που αφορούσαν τη
διάρθρωση και αυτοδιοίκησή τους, ήταν σαφής και ως προς το περιεχόμενο της
έννοιας του πανεπιστημιακού ασύλου.
Ενδυναμώθηκαν τότε -και για αυτόν τον σκοπό- οι φοιτητικοί
συνδικαλιστικοί φορείς (βλ. άρ. 2, παρ. 3) και ορίστηκε τριμελές όργανο,
αποτελούμενο από τον πρύτανη (ή τον νόμιμο αναπληρωτή του), έναν εκπρόσωπο των
φοιτητών και ένα μέλος του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού, ως το μόνο
αρμόδιο να άρει την απαγόρευση επέμβασης της «δημόσιας δύναμης» σε οποιονδήποτε χώρο ανήκε σε ανώτατο
εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας (βλ. άρ. 2, παρ. 5 & 6).
Ο Νόμος του ’82 δικαιολογούσε την εισβολή της εξουσίας εντός
των πανεπιστημίων άνευ αδείας του αρμόδιου οργάνου, μόνο εφ' όσον διαπράττονταν «αυτόφωρα κακουργήµατα ή αυτόφωρα εγκλήµατα
κατά της ζωής» (βλ. αρ. 2, παρ. 7) και προέβλεπε για τους παραβάτες
φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών (βλ. αρ. 2, παρ. 8).
Το ζήτημα βέβαια που επιχειρήθηκε να διευθετηθεί από τον
νομοθέτη εκείνης της εποχής, ήταν και παραμένει λεπτοφυές και εξαιρετικά
πολύπλοκο. Η ιδιαίτερη φύση του προβλήματος άλλωστε, σε συνδυασμό με επιμέρους
πολιτικά συμφέροντα, σηματοδότησαν μία σειρά από λιγότερο ή περισσότερο έντονες
επικρίσεις του Νόμου εκείνου.
Στην πράξη, η εφαρμογή του φαίνεται πως ήταν όντως δυσχερής,
γιατί η συνεννόηση των τριών μελών του καθ’ ύλην αρμόδιου οργάνου για την άρση
του πανεπιστημιακού ασύλου, σήμαινε καθυστερήσεις, ενώ η απαιτούμενη ομοφωνία
μεταξύ τους παρουσίαζε προφανείς δυσκολίες. Επιπλέον, ο Νόμος αυτός
κατηγορήθηκε ευρύτερα πως ευνοούσε την εντός των πανεπιστημίων διενέργεια
παράνομων πράξεων και άρα ενθάρρυνε εν γένει την εγκληματικότητα.
Χρειάστηκε όμως μία εικοσιπενταετία αλλεπάλληλων τριβών
αναφορικά με το θέμα, μέχρι που πια το 2007, με υπουργό παιδείας τότε τη
Μαριέττα Γιαννάκου (η οποία σε έναν βαθμό χρεώθηκε προσωπικά το κόστος αυτής
της αλλαγής) και κατόπιν πολύμηνων ενόσω σφοδρών αντιδράσεων από τον κόσμο της
εγχώριας ανώτατης παιδείας (μαζικών φοιτητικών κινητοποιήσεων, κύματος
καταλήψεων, διαδοχικών και διαρκών απεργιών των καθηγητών, συλλαλητηρίων
διαμαρτυρίας που περιέλαβαν βίαιες συγκρούσεις με τις Αρχές), εν τέλει στις 8
Μαρτίου υπερψηφίστηκε νέος Νόμος-πλαίσιο, μέσω του οποίου πέραν άλλων
μεταρρυθμίσεων σε κρίσιμα για την τριτοβάθμια εκπαίδευση ζητήματα,
αναπροσαρμόστηκε και αυτό του πανεπιστημιακού ασύλου (Ν. 3549/2007, άρ. 3, παρ.
3-9).
Αποσαφηνίστηκε έκτοτε πως η κατοχύρωση του πανεπιστημιακού
ασύλου αφορά αποκλειστικά την προάσπιση των ακαδημαϊκών ελευθεριών και του
δικαιώματος στη γνώση και τη μάθηση στην ανώτατη παιδεία, με σκοπό να αποτραπεί
οποιαδήποτε κατάχρησή του υπέρ πράξεων άσχετων με τη λειτουργία των ΑΕΙ.
Ειδικότερα, η ασυλία ορίζεται έως σήμερα σαφώς ως παρεχόμενη
κατ’ αποκλειστικότητα στα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, δηλαδή στους
φοιτητές και στους εργαζόμενους σε αυτά, και όχι σε άλλα πρόσωπα (άρ. 3, παρ.
3).
Όμως, η ισχύς της περιορίστηκε μόνο στους εκπαιδευτικούς και
ερευνητικούς πανεπιστημιακούς χώρους και όχι σε όλους ανεξαιρέτως τους χώρους
του πανεπιστημίου. Επί λέξει, αναφέρεται στον τρέχοντα Νόμο πως «οι χώροι αυτοί καθορίζονται με απόφαση και
ευθύνη της Συγκλήτου για τα Πανεπιστήμια και της Συνέλευσης για τα Τ.Ε.Ι.» (άρ.
3, παρ. 4).
Επίσης, η όποια επέμβαση της αστυνομίας χαρακτηρίζεται
έκτοτε επιτρεπτή μόνο παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής αρχής (βλ. ό. π.) και
κατόπιν πρόσκλησης ή άδειας όχι εκ μέρους του προγενέστερα αρμόδιου τριμελούς
οργάνου, αλλά πλέον από το πρυτανικό συμβούλιο ή τη διοικούσα επιτροπή (αν
πρόκειται για ΑΕΙ) ή το συμβούλιο (αν πρόκειται για ΤΕΙ), και όχι με ομοφωνία
όπως ίσχυε ως τότε, αλλά με απλή πλειοψηφία (άρθρο 3 παρ. 5 & 9).
Εξαίρεση, δηλαδή επέμβαση της αστυνομίας άνευ άδειας,
αποτελούν τα αυτόφωρα κακουργήματα και τα αυτόφωρα εγκλήματα κατά της ζωής (άρ.
3, παρ. 6), ενώ η παραβίαση αυτών των περιορισμών συνέχισε να αποτελεί ιδιώνυμο
ποινικό αδίκημα, με πρόβλεψη τουλάχιστον εξάμηνης φυλάκισης (άρ. 3, παρ. 7).
Εν κατακλείδι, ο θεσμός του πανεπιστημιακού ασύλου, βάσει
του ισχύοντος Νόμου, εσφαλμένα θεωρείται πως επιτρέπει συνθήκες ασυδοσίας ή
ατιμωρησίας. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: ο Νόμος
προστατεύει τη λειτουργία των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από
οποιονδήποτε, ο οποίος χωρίς να ανήκει στην κοινότητά τους, επιχειρεί να την
παρακωλύσει ή να την καταλύσει.
Εξηγώ τέλος πως δεν ανήκω σε αυτούς που συμπαθούν τους
Νόμους. Αναγνωρίζω όμως αφ’ ενός την αναγκαιότητά τους, αφ’ ετέρου το ότι
υπερβαίνουν αναμφισβήτητα τυχόν ζητήματα αρέσκειας ή απαρέσκειας.
Πιο απλά, όποιος πολίτης θεωρεί ότι ένας Νόμος εν ισχύ είναι
λιγότερο δίκαιος απ’ όσο θα ’πρεπε, στις Δημοκρατίες είναι απολύτως ελεύθερος,
τυπικά τουλάχιστον, να κινηθεί με κάθε θεμιτό τρόπο και να οργανωθεί με άλλους
της ίδιας άποψης, προκειμένου να επιτευχθεί η αντικατάστασή του από άλλον,
δικαιότερο.
Βέβαια, το τι είναι σε θέση να καταφέρουν μερικοί πολίτες αν
τυχόν διαφωνούν με το περιεχόμενο ενός ισχύοντος Νόμου, είναι άλλου παπά
ευαγγέλιο. Όπως άλλου παπά ευαγγέλιο είναι και το πώς ερμηνεύεται ένας Νόμος
από τους εκάστοτε φορείς εξουσίας, άρα και με ποιον ακριβώς τρόπο εφαρμόζεται,
πότε και πως παρακάμπτεται, και γιατί ενίοτε αντικαθίσταται από άλλον
βολικότερο, φορές εσπευσμένα και με συνοπτικές διαδικασίες.