Ποτέ άλλοτε δεν είχε ζήσει αυτή η γυναίκα
κρίση πανικού. Είχε όμως έρθει η ώρα να μάθει πως είναι να αγωνιάς τόσο ώστε να πιστεύεις πως όπου να ΄ναι πεθαίνεις. Τρέμοντας σύγκορμη και νιώθοντας μια φανταστική μέγγενη να σφίγγει
το στέρνο της, βρήκε το κουράγιο να πάρει τις γόβες της στα χέρια και να
κλείσει πίσω της τη μαύρη πόρτα ασφαλείας όσο πιο ήσυχα γινόταν. Εκείνος ήταν
ακόμα κάτω απ’ το τρεχούμενο νερό. Ξυπόλητη αυτή άρχισε να κατεβαίνει παραπατώντας τις
σκάλες κι έβαλε τα παπούτσια της όταν είχε ήδη πια βγει στο δρόμο.
Έστριψε στη γωνία και κατηφόρισε τη Ζωοδόχου
Πηγής σαν κυνηγημένο αγρίμι. Μπήκε στο αυτοκίνητό της, έβαλε μπρος, ξεκίνησε γκαζώνοντας ανάρμοστα πολύ, και
μόνο όταν έφτασε στην παραλιακή είχε κάπως ηρεμήσει. Ακόμα έτρεμε βέβαια και
σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στη φίλη της, να της πει τι είχε συμβεί. Ωστόσο, δεν το έκανε. Δεν τηλεφώνησε σε κανέναν. Ούτε μίλησε σε κανέναν γι αυτό που είχε δει. Κάτι τη σταματούσε, είχε την αδιόρατη αίσθηση
πως αν εκμυστηρευόταν αυτό που έμαθε σε οποιονδήποτε, τότε θα κινδύνευε ακόμα
περισσότερο.
Χαμένη στον λαβύρινθο του φόβου έφτασε ως τη
Βάρκιζα. Έκατσε σε μια καφετέρια κι όποιος την έβλεπε να πίνει τον καφέ της, θα
μάντευε εύκολα πως αγνάντευε τη θάλασσα προσπαθώντας να ξεχάσει άλλα, κι άλλα να
θυμηθεί. Εκεί λοιπόν, μακριά από την απειλή του κέντρου της πρωτεύουσας, έβαλε
τις σκέψεις της σε μια σειρά. Αναλογίστηκε πολύ προσεκτικά πως θα μπορούσε
εκείνος να την εντοπίσει. Το τηλέφωνο του σπιτιού της δεν το γνώριζε, ήταν όμως
εύκολο να το βρει. Ομοίως και τη διεύθυνσή της. Θα το έκανε όμως;
"Γδάρτης"
- ένα μικρό απόσπασμα
από την
υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων «ανοιξιάτικες ιστορίες»
© Σίσσυ
Λοΐζου, 2013