πριν λίγες μέρες ο δρόμος μου
μ’ έβγαλε για πρώτη φορά στον δικό του δρόμο…
εκείνο το πρωί βρήκαμε την εξώθυρα ανοιχτή,
το σπίτι του όμως ήτανε κλειστό...
η οικοδέσποινά μου τότε με πήγε ένα τετράγωνο πιο κάτω,
στον Άγιο Σάββα, στην εκκλησία όπου η ίδια έχει βαπτιστεί…
όσο εκείνη προσευχόταν…
εγώ τριγυρνούσα...
ήταν γραφτό να διαβώ το κατώφλι του σήμερα...
μ’ έφερε ο Tony, ο οδηγός μας
ο οποίος, πάντοτε διακριτικός, έκατσε στο χωλ...
αισθάνθηκε, χωρίς να πω κουβέντα,
πως ήμουνα εδώ μόνο για τον ποιητή...
πως ήμουνα εδώ μόνο για τον ποιητή...
αφού μας υποδέχθηκε, ο φύλακας πάτησε το κουμπί
και τα δωμάτια πλημμύρισαν απ’ τη μεστή φωνή της Λαμπέτη,
που διάβαζε ποιήματα και πεζά του...
ήταν ακόμα πρωί κι ήμασταν οι μόνοι του επισκέπτες...
κι έτσι γρήγορα χώθηκα -που αλλού; στην κάμαρά του!
κρυφοκοίταξα τον Άγιο Σάββα από τις γρίλιες του…
βγήκα να δω τη θέα απ’ το μπαλκόνι του…
έκατσα κάτω, στο πάτωμά του…
σήκωσα τα μάτια στον ουρανό ψηλά, έξω απ’ το παράθυρό του…
χάζεψα το λαβομάνο του…
κι έπειτα, κάπνισα ένα τσιγάρο στο κρεβάτι του…
έμεινα ώρα ξαπλωμένη εκεί,
τσαλακώνοντας το καλοστρωμένο κουβρ-λι του…
και μ’ όλα αυτά,
τον νιώθω τώρα πιο δικό μου,
αν και δικός μου ήταν κι από πριν…