29.2.12

ιδού, τότε το 'παθα!




Όποιος ενδιαφέρεται να αποκτήσει αυτογνωσία, οφείλει βέβαια να θυμηθεί πότε έπαθε τι. Χωρίς αυτό, δουλειά δε γίνεται. Αυτό, μπορεί να το επιβεβαιώσει κι ο ψυχαναλυτής σας. Σήμερα λοιπόν είμαι στην ευχάριστη θέση να πω πως βρήκα που οφείλεται ένα απ’ τα πολλά περίεργα που με χαρακτηρίζουνε σαν άνθρωπο.

Ήταν Φεβρουάριος του 1988. Τετάρτη, σαν και σήμερα κι η μάνα μου, μου ’χε βάλει να φάω. Εμείς στο σπίτι μας, τρώγαμε ο καθένας άλλες ώρες. Επίσης, Τετάρτες και Παρασκευές, για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, τρώγαμε όσπρια. Δηλαδή άμα γλιτώναμε τις φακές τη μία από τις δύο αυτές μέρες, την άλλη ήταν σίγουρες. Εκείνη τη συγκεκριμένη Τετάρτη, ήταν η μέρα της φακής. Η μαμά μου γενικώς μαγείρευε ωραία, τις φακές όμως δεν τις πετύχαινε. Το χειρότερό μου εμένα οι φακές. Αλλά δεν είχα εναλλακτική. Φακές; Φακές!

Κάθισα κι εγώ μπροστά στην τηλεόραση, η οποία έδειχνε ένα αδιάφορο σίριαλ. Κι έτσι, εκτός απ' τις φακές, έτρωγα στη μάπα επίσης τον Νίκο Γαλανό, την Κάκια Παναγιώτου και την Τόνια Καζιάνη. Κι έπαιζα, θρυμματίζοντας το ψωμί μου. Τη φρικαλέα καφετιά σούπα μου, την έτρωγα μόνο όποτε άκουγα τη βήματα της μάνας μου, που πηγαινοερχόταν κάθε τόσο απ’ την κουζίνα για να ελέγξει πόσο είχε κατέβει η στάθμη στο μπωλ μου, γιατί βέβαια γνώριζε την απέχθειά μου για τη σιδηρούχο ρευστή αηδία.

Κι όπως κοιτούσα την οθόνη, ξαφνικά είδα δύο γυναίκες σ’ ένα διάδρομο νοσοκομείου, να σκουντιούνται. «Αυτός είναι!», είπε η μία. Κοίταγα κι εγώ να δω ποιος θα εμφανιζόταν. Κι είδα έναν γιατρό να βγαίνει από μια πόρτα. Πήγε η νεότερη απ’ τις δύο γυναίκες και του μίλησε. Κι αυτός απάντησε. Κι εγώ τον άκουσα. Και κόντεψα να πάθω αποπληξία! Γιατί μ’ αυτόν τον τύπο εγώ ήμουν ερωτευμένη από χροοοόνια.

Δεν ήξερα τ’ όνομά του, ούτε ποτέ τον είχα ξαναδεί. Τη φωνή του όμως τη γνώριζα πάρα μα πάρα πολύ καλά. Τον είχα ακούσει σ’ ένα θεατρικό στο ραδιόφωνο, ένα βράδυ Κυριακής. Έτσι τον ερωτεύτηκα αυτόν, και μαζί, ερωτεύτηκα και το θέατρο. Παιδάκι ακόμα. Ανελλιπώς κάθε Κυριακή έκτοτε άκουγα θέατρο στο ραδιόφωνο. Ήταν η μόνη μέρα της εβδομάδας που η μάνα μου, μου παραχωρούσε το τρανζιστοράκι της, το οποίο κανονικά το είχε συντροφιά της στην κουζίνα.
 
Τις Κυριακές, το ’παιρνα εγώ στο κρεβάτι μου κι αποκοιμιόμουνα με τις φωνές των ηθοποιών. Κανείς στο σπίτι δεν τολμούσε Κυριακή βράδυ να μου πάρει το ραδιόφωνο. Εν ανάγκη δάγκωνα! Και κάθε φορά περίμενα να ακούσω αυτή την αισθαντική φωνή. Μια δυο φορές πράγματι έφτασα στα ουράνια, ακούγοντας να μιλάει ξαφνικά αυτός για τον οποίο ξεροστάλιαζα κάθε βδομάδα. Και τις υπόλοιπες Κυριακές όμως, η απογοήτευσή μου που δεν χαιρόμουν την υπέροχη φωνή του δικού μου πρωταγωνιστή, μετριαζόταν γιατί εκείνα τα θεατρικά ήταν συνήθως εκπληκτικά.   

Μόλις λοιπόν η φωνή απέκτησε πρόσωπο και κορμί, εμένα με πέρασε ρεύμα. Τινάχτηκα όρθια, χύθηκαν οι φακές κι εγώ έμπηξα μια φωνή όμοια με σειρήνα πλοίου: «Μαμμμμααααααά!». Η μάνα μου τσακίστηκε να έρθει απ’ την κουζίνα. «Τι έπαθες, παιδί μου;», με ρώτησε κατατρομαγμένη. «Πως τον λένε αυτόν;», είπα εγώ δείχνοντας με το δάχτυλο, χωρίς να παίρνω τα μάτια μου απ’ την οθόνη. «Ποιον πως λένε;», σάστισε η μάνα μου. «Αυτόν. Τον γιατρό. Πως τον λένε;», επέμεινα εγώ.

«Δεν είναι γιατρός, ηθοποιός είναι», έσπευσε να με διορθώσει ο φωστήρας του σπιτιού, η μεγάλη μου αδερφή που άκουσε φασαρία και παράτησε τα διαβάσματά της στο διπλανό δωμάτιο για να ’ρθει να δει τι τρέχει. «Τον ηθοποιό που κάνει τον γιατρό», την αγριοκοίταξα εγώ. «Πως τον λένε;». «Πάρλα, παιδί μου, τον λένε. Χρήστο Πάρλα», είπε η μάνα μου. Και πολύ λογικά, απόρησε έπειτα, ρωτώντας με: «Γιατί; Τι συμβαίνει;».

«Χρήστος Πάρλας», είπα εγώ αργά, σα χαζή κι έκατσα πάλι στο τραπέζι. Άρχισα μετά να σκουπίζω δήθεν αδιάφορα τα ζουμιά απ’ το τραπέζι με τις χαρτοπετσέτες και σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα, αφοσιώθηκα στις  φακές μου. Όλες τις έφαγα. Πιο νόστιμες φακές απ’ αυτές δε θα μπορούσαν να μου τύχουν. Χρήστος Πάρλας, λοιπόν. Η ωραιότερη φωνή στον κόσμο και μια άκρως γοητευτική παρουσία... Ευτυχώς οι δικοί μου δε με ρώτησαν περισσότερα. Γιατί τι να ’λεγα; Πως στα δεκάξι μου μ’ άρεσε ο πενηνταδυάχρονος τότε ηθοποιός; Αυτά τα κρύβεις. Όπως κρύβεις κι αυτό που παθαίνεις έπειτα, όλα σου τα χρόνια, άμα τύχει να δεις άνθρωπο με ιατρική μπλούζα που να φέρνει σε τούτο το σουλούπι.

Δεν τα λες αυτά. Αρκεί που τα βρίσκεις εσύ για τον εαυτό σου. Για λόγους αυτογνωσίας, όπως είπα πριν, και αυτοδιαχείρισης. Ένα πράμα δεν καταλαβαίνω μόνο. Εγώ σήμερα έψαχνα στο διαδίκτυο πληροφορίες σχετικά με την αλεξιθυμία. Που στην ευχή ξεφύτρωσε αυτό το βίντεο με τον Πάρλα ντυμένο γιατρό; Το οποίο αν δεν το έβλεπα, μάλλον δεν επρόκειτο ποτέ να θυμηθώ το εντελώς ξεχασμένο αυτό στιγμιότυπο της εφηβείας μου. Ας είναι. Όχι δηλαδή πως μου χρησίμευσε ποτέ σε τίποτα που έμαθα τότε τ’ όνομα του παιδικού μου έρωτα. Αλλά και πάλι, χαρά πήρα σήμερα που εντελώς απροσδόκητα, θυμήθηκα εκείνες τις φακές να σκορπίζουν πάνω στο τραπέζι.